του Γιάννη Κων. Κρούσσου
«ΕΔΩ ΜΙΚΡΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» -ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
«Στη ζωή, πρέπει να εκτίθεσαι και να εκθέτεις σκέψεις και τον εαυτό σου,
να χάνεις και να δίνεις, μήπως και σωθεί κάτι από όσα αγαπάς και απειλούνται.»
«Αν δεν καώ εγώ,
Αν δεν καείς εσύ,
Αν δεν καούμε εμείς,
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια φως.»
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Ήταν μια μέρα στις αρχές του Μάρτη του 1972. Τον είχαν καλέσει στην Ασφάλεια της Μεσογείων.
Ο αδελφός του Πέτρου, του φίλου του, είχε εμπλακεί στην υπόθεση της οργάνωσης «Ρήγα Φεραίος» και έπρεπε να πάει να πει πώς ο Πέτρος ήταν καλό παιδί και άσχετο με αυτά, ώστε να μπορέσει να πάρει διαβατήριο, για να συνεχίσει τις σπουδές στην Ιταλία. Έτσι έκαμε, υπέγραψε χαρτιά, ότι «ουδεμία σχέση έχω με τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες αυτού», πείστηκαν ότι και ο Πέτρος δεν είχε καμιά δουλειά με αυτά και πήρε διαβατήριο.
Δεν κατάλαβε, γιατί τον ρώτησαν αν έχει δει «κομμουνιστικές κινήσεις» στη Σχολή του, αφού το θέμα που τον κάλεσαν ήταν άλλο. Μόνο, που πάνω στο γραφείο, σε κάποια στιγμή, είδε μια φωτοτυπία, που είχε 4 άρθρα ενός σχεδίου νόμου, που αφορούσαν τα δικαιώματα των πτυχιούχων της Σχολής Υπομηχανικών, της Σχολής του.
Γυρνώντας για το σπίτι, για να πει τα ευχάριστα στον Πέτρο, είδε έξω από τη Σχολή, εκεί στην Πατησίων, πολύ κόσμο. Αποχή από τα μαθήματα, με αφορμή μια πληροφορία, ότι μεθοδεύεται ένα νομοσχέδιο με αρνητικά, για τους υπομηχανικούς, επαγγελματικά δικαιώματα!!
Ήταν η πρώτη φορά, που κάποιοι πραγματοποιούσαν συλλογική εκδήλωση, μέσα στη σκοτεινιά της δικτατορίας. Όλη η δύναμη της Ασφάλειας ήταν εκεί. Γνώρισε και κάποιες φάτσες, που είχε δει το πρωί.
Κάθε μέρα, Συνελεύσεις, αποφάσεις για την αποχή, συλλογικός θυμός, καταγγελίες για την κυβερνητική πολιτική.
Ήταν η Πρώτη συλλογική πράξη ενάντια στην πολιτική της χούντας.
Η διορισμένη διοίκηση του Συλλόγου των Φοιτητών προσπαθεί να πείσει ότι όλα είναι κομμουνιστικές διαδόσεις, ότι δεν υπάρχει νομοσχέδιο στα σκαριά, και ότι η καλή δικτατορία δεν θέλει να μας μειώσει. Τότε, θυμήθηκε το χαρτί που είχε δει στο γραφείο της Ασφάλειας και το είπε. Η αποχή συνεχίστηκε.
Σε μικρά μονόστηλα, γεμάτα χαρά, κάποιες εφημερίδες- ίσως, μόνο τα ΝΕΑ στην αρχή και μετά η ΒΡΑΔΥΝΗ- γράφανε, χωρίς πολλά λόγια, για την αποχή. Κόσμος πολύς τους έβλεπε παράξενα Η είδηση έκανε ακόμα και το γύρο του κόσμου. Η πρώτη μαζική πράξη αντίστασης κατά της Χούντας. Έτσι ήτανε και ας μη το λέγανε, φωναχτά. Το έλεγαν όλοι οι άλλοι.
Μια βδομάδα του Μάρτη του 1972 κράτησε η αποχή. Στο τέλος της εβδομάδας ήρθε δήλωση του κ. Παττακού, ότι το νομοσχέδιο, «που δεν υπήρχε», αποσύρεται κι έτσι γυρίσαμε στα μαθήματα μας. Ήταν όλοι πολύ περήφανοι, για αυτό που είχαν κάνει. Καμάρωναν, όταν έλεγαν σε ποια σχολή πάνε.
Η Αγγελική και ο Στέλιος ήταν οι πιο μεγάλοι σε ηλικία ανάμεσα στους φοιτητές και ήταν οι φυσικοί ηγέτες της μικρής μας ιστορίας. Ήταν και αναρχικοί. Μόλις είδαν τι είπε στη συνέλευση τον μάζεψαν και έτσι άρχισε να μαθαίνει τι είναι πολιτική. Τα βράδια στα ταβερνάκια, με παρέα, μαθαίνανε διάφορα.
Ο Πέτρος, πριν φύγει, του είπε να οργανωθεί στον «Άρη», ένοπλο τμήμα του «Ρήγα Φεραίου». Ντράπηκε να του πει όχι επειδή φοβόταν και μπήκε. Φρόντισε να χαθεί η επαφή με την οργάνωση, εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση μέσα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Στις 15 του Απρίλη του1972, νέα αποχή στη Σχολή των Υπομηχανικών. Είχαν μάθει πώς ο κ. Παττακός δεν τήρησε την υπόσχεση του και το νομοσχέδιο προχωρά..
Στις 21 Απριλίου γίνεται η πρώτη διαδήλωση επί χούντας στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. 100 άτομα μπόρεσαν να σπάσουν τις ζώνες των αστυνομικών, ξεγελώντας για τον τόπο που θα γίνει. Το αρχικό ραντεβού ήταν στο Σύνταγμα, το οποίο είχε ζωστεί από εκατοντάδες αστυνομικούς.
Στις 29 του Απρίλη, τους είπαν πως θα γίνει νέα διαδήλωση στην πλατεία Κοτζιά. Τούτη τη φορά, δεν μπόρεσε κανείς να φτάσει ως εκεί. Όποιος ήταν κάτω από τριάντα και κυκλοφορούσε γύρω από την Ομόνοια έμπαινε στις κλούβες. Φύγαμε. Μετά μάθανε πως πιάστηκε η Αγγέλα, ο Στέλιος ο Βασιλειάδης, ο Νικήτας ο Λιοναράκης και ο Σαμπατακάκης. Η αποχή σταμάτησε. Είχαν δώσει εντολή να γίνουν κι άλλες συλλήψεις, αν δεν σταματούσε. Άντεξε 15 μέρες. Καλά πηγαίνανε.
Πολύ ξύλο φάγανε οι τέσσερις και πιο πολύ ο Στέλιος. Όταν είδε το Στέλιο, μετά από λίγο καιρό, τον γνώρισε . Ήταν κάποιος άλλος.
Στις 15 του Μάη, κάνει ο Μαρκόπουλος συναυλία στο Σπόρτιγκ. Μετά βγήκανε στους δρόμους και φτάσαμε μέχρι την Πλατεία Αμερικής, τραγουδώντας «Πότε θα κάνει Ξαστεριά». Ήταν η πρώτη πορεία διαμαρτυρία κατά της Χούντας.
Μια μέρα του Σεπτέμβρη τον φώναξαν ο Στέλιος και η Αγγέλα, στο δικηγορικό γραφείο του Αντώνη Βγόντζα. Τους είχε καλέσει ο δικηγόρος, για να κάνουν κι αυτοί προσφυγή, για διορισμό νέας διοίκησης στο φοιτητικό σύλλογο, ώστε να αναγκαστούν να κάνουν εκλογές. Κάποιος έπρεπε να κάνει την αίτηση και κάποιος να πάει μάρτυρας στο δικαστήριο και φυσικά δεν μπορούσαν να είναι η Αγγέλα και ο Στέλιος. Μόλις είχαν βγει από τη φυλακή και τους ξυλοδαρμούς και ήταν ακόμα στο στόχαστρο. Ο Στέλιος, μόλις συνήλθε, ήταν πάλι παρών. Έτσι ο Νίκος, ένας συμφοιτητής έκανε την αίτηση και έφυγε για το χωριό του κι ο φίλος μας θα πήγαινε μάρτυρας. Φοβόταν, αλλά ντρεπόταν να τους το πει και πήγε. Τους έβλεπε να μη φοβόνται τίποτα και ζήλευε. Ζήλευε και ντρεπόταν.
Στην ταβέρνα απέναντι από το γνωστό κτίριο βασανισμών της Μπουμπουλίνας, να τα πίνουν και να τραγουδάνε τον απαγορευμένο Θεοδωράκη. Και στα γύρω τραπέζια, οι θαμώνες ήταν μόνο ασφαλίτες. Πάγωνε το αίμα του και προσευχόταν, σιγοτραγουδώντας κι αυτός, να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Μα, ντρεπόταν να φύγει. Το μόνο που έγινε, ήταν ένα κέρασμα κρασί, από τα διπλανά τραπέζια και τους ανθρώπους του καθεστώτος. «Στην υγειά σας» τους είπαν τα διπλανά τραπέζια, «Καλή Λευτεριά», αποκρίθηκαν.
Πήγε στο δικαστήριο και δεν κατέθεσε ποτέ σαν μάρτυρας, γιατί τον πιάσανε και τον πήγαν στην Ασφάλεια της Μεσογείων. Πρόλαβε ο Αντώνης να του πει να μην αναφέρει πουθενά, ότι αυτός τους κάλεσε, γιατί, εκτός όλων των άλλων «περιποιήσεων» που θα πάθαινε, θα έχανε και την άδεια του δικηγόρου.
Έφαγε το ξύλο της αρκούδας, με ένα πλαστικό μακρόστενο πράγμα, που ο εξαίρετος αξιωματικός, που το κρατούσε, ο κ. Κραβαρίτης το έλεγε «μαρτύρω». Βοηθούσε και ο κ. Καλύβας, γνώριμος τουε από την προηγούμενη φορά. Θέλανε να μάθουν το κύκλωμα, που ενεργούσε τις προσφυγές κατά των διορισμένων φοιτητικών διοικήσεων.
Μία ήταν η ερώτηση: «Ποιος σε έβαλε;» Έστησα ένα παραμύθι: «Γνώρισα μια φοιτήτρια από την Πάντειο, κάνοντας καμάκι στο Σύνταγμα, ξέρω μόνο το μικρό της όνομα , και αυτή μου σύστησε το δικηγόρο, τον οποίο και επισκέφτηκα, μαζί με το Νίκο». Κανείς άλλος δεν έμπλεξε.
Δεν ξέρει για πόση ώρα, ορκιζόταν στην αλήθεια της ιστορίας του, τρώγοντας ξύλο. Εκείνο που θυμάται ήταν ότι έκλαιγε, λέγοντας την ίδια πάντα ιστορία και δεχόμενος «περιποιήσεις». Πείστηκαν, πως δεν αντέχει το ξύλο και τις μπουνιές και θα είχε μιλήσει, με τόσο κλάμα και τόσο ξύλο που έφαγε, αν ήξερε κάτι παραπάνω και τον άφησαν. Βγήκε μαύρος από το ξύλο, πήρε ένα ταξί, μ’ ένα ταξιτζή, που τον κοίταζε σαν χαμένος κι έφυγε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ο Αντώνης του είπε ευχαριστώ, με ένα τρόπο, που δεν του το είχαν ξαναπεί κι αυτός απορούσε. Δεν είχε κάνει και τίποτα σπουδαίο. Τους κορόιδεψε μόνο. Είχε πάλι υπογράψει δήλωση, με την οποία αποκήρυξε τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες αυτού.
Στο τέλος του Νοέμβρη του 1972, πάλι αποχή στη Σχολή. Από στόμα σε στόμα, παίρνονταν οι αποφάσεις. Τούτη τη φορά κράτησε 50 μέρες, ίσως παραπάνω. Δεν κάνανε συνελεύσεις, για να μη συλληφθούν πρωταίτιοι. Από στόμα σε στόμα, στην αυλή της Σχολής. Πέρασαν τα Χριστούγεννα, πέρασαν και οι διακοπές κι αυτοί ακόμα αποχή. Ωραία ήταν. Και δεν μπορούσαν να πιάσουν κανένα. Η Αγγέλα και ο Στέλιος προστατεύονταν. Η νέα γενιά είχε βγει στο κλαρί. Ωραία περνούσανε.
Η δικτατορία είδε και αποείδε, ότι δεν τα βγάζει πέρα μαζί τους και της κατέβηκε η Μεγάλη Φαεινή Ιδέα: Δίνει οδηγίες στα διορισμένα Διοικητικά Συμβούλια της Σχολής του Πολυτεχνείου να κάνουν συνελεύσεις και να προτείνουν αποχή, από τα μαθήματα ενάντια στους Υπομηχανικούς, που θέλουν να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα με τους απόφοιτους του Πολυτεχνείου.
Γίνονται οι συνελεύσεις και οι φοιτητές αποφασίζουν να προχωρήσουν σε αποχή, με αίτημα εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους. Ακολουθεί η Νομική και οι άλλες σχολές. Η εξέγερση είναι γενικευμένη. Οι διαδηλώσεις και οι καταλήψεις ξεκίνησαν, το ποτάμι πήρε το δρόμο του. Εμφανίστηκαν στο προσκήνιο και οι αγρότες των Μεγάρων, οι οικοδόμοι, ο λαός. Η εξέγερση της 17ης Νοεμβρίου 1973 δεν ήταν μόνο φοιτητική. Ήταν όλοι εκεί. Το ‘βλεπες στα χαμόγελα των ανθρώπων. Το έβλεπες στην ηλιόλουστη μέρα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η εξέγερση στη Σχολή Υπομηχανικών και ότι κάνανε οι σπουδαστές της ήταν η θρυαλλίδα. Το σημείο εκκίνησης για τη φοιτητική εξέγερση.
Η Σχολή δεν έκατσε φρόνιμα. Ήταν σε όλα τα γεγονότα παρούσα. Στο Πολυτεχνείο και μετά από αυτό.
Το βράδυ της 15ης του Νοέμβρη, η συνέλευση των σπουδαστών της Σχολής Υπομηχανικών καθαιρεί το διορισμένο διοικητικό συμβούλιο και εκλέγει τη δική της δημοκρατική εκπροσώπηση. Η Αγγέλα και ο Στέλιος τον πρότειναν και εκλέχτηκε ομόφωνα. Κι αυτός δεν ήξερε που να κρυφτεί, από φόβο, ντροπή και περηφάνια. Όλα ανάκατα. Εξ αιτίας αυτής της εκλογής, τον ψάξανε στο σπίτι του.
Κι αυτός ακολουθούσε. Στο Πολυτεχνείο, ντράπηκε να μην πάει. Ήταν όλοι εκεί. Πάλι τον πιάσανε, πάλι δήλωση αποκήρυξης υπέγραψε. Δεν έφαγε ξύλο τούτη τη φορά.
Ο πατέρας, άνθρωπος συντηρητικός είχε τις άκρες του. Σπάσανε την πόρτα του σπιτιού και μπήκαν να τον συλλάβουν, το βράδυ μετά τις 17, αλλά αυτός είχε κρυφτεί. «Μέχρι να εμφανιστεί ο γιος σου, θα κρατήσουμε στη φυλακή τον μικρό του αδελφό», είπαν οι μπάτσοι, σ’ ένα πατέρα, που πρώτη φορά ζούσε τέτοια πράγματα. «Δεν πολέμησα για την πατρίδα, για να κάνετε τέτοια. Άμα θέλετε όμηρο θα πάρετε εμένα», ήταν η απάντηση. Έφυγαν άπρακτοι, δίνοντας παραγγελιά να παρουσιαστεί σε 24 ώρες. Παραδόθηκε μόνος του, για να αφεθεί ελεύθερος, 4 μέρες μετά, μέσα στη σύγχυση της πρώτης μέρας της δικτατορίας Ιωαννίδη. Στη Χωροφυλακή, στα κρατητήρια του Περισσού, δεν ήξεραν τι γίνεται και όταν οι στρατιωτικοί φίλοι του πατέρα σπάσανε τα τηλέφωνα, τον έβγαλαν, ζητώντας και συγνώμη!
Αφήνοντας πίσω του τον Περισσό, πήρε μαζί του, για θύμηση ωραία, ένα τραγούδι από το κελί των κοριτσιών: «Ποιος το περίμενε πως θα ‘ταν Κυριακή&».
Πίσω στο κελί, έμεινε ο Γιάννης ο Φελέκης, αληθινός αντάρτης, που τράβηξε το δρόμο της εξορίας, για να δει λεύτερο φως, με τη μεταπολίτευση.
Στο μεταξύ, οι φύλακες απέκτησαν άλλη μια δήλωση αποκήρυξης, μόνο που τούτη τη φορά, τον έβαλαν να αποκηρύξει και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ως αντεθνικώς δρώντα !!
Στις 5 του Νοέμβρη, λίγες μέρες πριν τις καταλήψεις των σχολών, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκφωνώντας τον επικήδειο στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου, έδωσε το σύνθημα, για τη μεγαλύτερη μέχρι τότε πορεία κατά της Χούντας. Ήταν η πρώτη φορά, που οι διαδηλωτές επιτέθηκαν κατά των αστυνομικών και τους έτρεψαν σε φυγή με πέτρες και ξύλα. Ο θυμός μεγάλωνε και θέριευε. Κι αυτός εκεί να πορεύεται με τους πολλούς, με το κορίτσι του και τον Νίκο.
Παραβίασε τις αρχές του, να μένει στα μισά της κάθε πορείας, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της έφαγε, τσαντίστηκε και πήρε κι αυτός στο κυνήγι με τις πέτρες. Με φόντο τις κολώνες του Ολυμπίου Διός. Σε κάποιο παράδρομο, τον ξεμονάχιασαν, και τις έφαγε ξανά. Φοβόταν πάντα, αλλά το φχαριστήθηκε.
Πάλι, στα κρατητήρια του Περισσού, του ζήτησαν να καταδώσει πρωταίτιους, για την εξέγερση της Σχολής του, μα δεν μίλησε. Ήξερε πως δεν θα του κάνουν τίποτα. Τόσοι στρατηγοί και ταξίαρχοι είχαν πάρει τηλέφωνο γι’ αυτόν, χάρις στον πατέρα του.
Ο Στέλιος, πριν κρυφτεί, του το είχε πει: «Εγώ εξαφανίζομαι τώρα. Αν πέσω στα χέρια τους, δεν ξέρω αν θα συνέλθω ψυχολογικά. Την προηγούμενη φορά τα κατάφερα. Τούτη τη φορά, αν βγω από τη φυλακή, θα είναι για να πάω στο ψυχιατρείο. Θα κοιτάξω να φύγω από την Ελλάδα, αν μπορέσω. Εσύ, να παραδοθείς. Είσαι μικρός. Άμα σου πουν να καρφώσεις, φόρτωσε τα όλα σε μένα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα με βρουν και δεν θα πάθω τίποτα. Ότι είναι να πάθω θα το πάθω από άλλα και όχι από αυτά που θα πεις εσύ».
Αυτός, ένας φοβισμένος μικρός άνθρωπος άκουγε το φίλο και δάσκαλο του, με θαυμασμό και σέβας μεγάλο. Αυτή τη φορά, δεν έκανε ότι του ζήτησε. Δεν χρειάστηκε. Αν χρειαζόταν, πάλι δεν θα έλεγε τις χαζομάρες που του σύσταινε να πει. Κάποιο παραμύθι θα έφτιαχνε πάλι, ν’ αρπαχτεί και να μείνει, πάνω του γαντζωμένος. Πάντα του άρεσαν τα παραμύθια. Και να τ’ ακούει και να τα λέει.
Το κορίτσι της Παντείου, από το προηγούμενο παραμύθι, ήταν υπαρκτό πρόσωπο, που άθελα του «έσωσε» κόσμο. Το συνάντησε ξανά, σ’ ένα δυάρι των Εξαρχείων, όπου μαζί με άλλους 40, κρυφτήκανε εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη, που οι βάρβαροι πέρασαν, πατώντας πάνω από σώματα και όνειρα. Το σπίτι που τους φύλαξε, εκείνο το βράδυ, από το μίσος και το θάνατο, ήταν ενός αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού! Είδαν τα παιδιά στους τοίχους τις ένστολες φωτογραφίες και τρόμαξαν. «Μην φοβάστε», τους είπε η οικοδέσποινα, που κατάλαβε τι πέρασε απ’ το μυαλό τους. «Είναι ο γιος μου, που υπηρετεί στο Βορρά. Μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο και του είπα τι γίνεται. Μου είπε να σας ανοίξω την πόρτα, για να σας φυλάξω».
Αποκορύφωμα της ιστορίας της Σχολής και των σπουδαστών της, ήταν η μοναδική πολιτική πράξη αντίστασης κατά την περίοδο Ιωαννίδη. Όταν τα πάντα τα σκέπαζε η τρομοκρατία, με τη λογοκρισία στο έπακρο, τη χούντα να ετοιμάζει πραξικόπημα στην Κύπρο, στους τοίχους το σύνθημα να είναι μόνο ένα, ΕΟΚΑ Β΄ και το φόβο να σκεπάζει τα πάντα και όχι μόνο αυτόν, η Σχολή προχώρησε το Φεβρουάριο του 1974 σε νέα αποχή!!!!!!
Τελικά, ήταν θεότρελα αυτά τα παιδιά. Η αποχή έσπασε κάθε ρεκόρ. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια συλλογική πράξη αντίστασης κατά της χούντας και η μοναδική στα χρόνια του Ιωαννίδη. Κράτησε από τις αρχές του Φλεβάρη έως το τέλος του Απρίλη του 1974. Η χούντα έκανε επιδρομές στη σχολή και δεν έβρισκε κανέναν!!!! Οι συνεννοήσεις γινόταν από το τηλέφωνο και σε καφενεία και ταβέρνες, μακριά από τη σχολή !
Ήταν κι αυτός εκεί και του άρεσε. Αν και πάντα φοβισμένος, κατάφερε να είναι εκεί.
Μετά, ήρθε η μεταπολίτευση. Του είπαν να δηλώσει «ήρωας», να εξαργυρώσει δάφνες, που κανείς δεν του είχε δώσει, και δεν κατάλαβε γιατί.
Αυτός ήταν πάντα ένας φοβισμένος άνθρωπος.
Ήρωες, χωρίς εισαγωγικά και με κεφαλαία, ήταν ο Στέλιος, ο Νικήτας και τόσοι άλλοι. Ο Στέλιος έφυγε για πάντα, στα 26 του, μια μέρα μετά το δημοψήφισμα για το βασιλιά. Ο Νικήτας έφυγε πριν λίγες μέρες.
Στα 1986, άκουγε τον Νικήτα να λέει στην εκπομπή του, «στις γειτονιές της Ελλάδας», ότι η ωραιότερη εφημερίδα της Ελλάδας είναι το «Νυστέρι», που έβγαζε ο Νίκος ο Σουρής. Και είχε πολλή χαρά και περηφάνεια, γιατί έγραφε κι αυτός εκεί. Ένα χρόνο μετά, ήρθε στην Κεφαλονιά, να του πάρει μια συνέντευξη, για τον τρόπο που μάζευαν τα σκουπίδια. Ήταν πολύ σημαντικός ο τρόπος που μαζεύονταν τα σκουπίδια, για τον Νικήτα. Δυο αμυδρές συναντήσεις, πολύ σπουδαίες για έναν άνθρωπο, που συνήθως φοβόταν. Για τον τρόπο, που μάζευαν τα σκουπίδια δεν είχε τίποτα να φοβηθεί,. Μόνο χαρά και περηφάνια.
Έκτοτε, παρακολουθούσε το λόγο του Νικήτα, προφορικό και γραπτό κι όπου τον αντάμωνε, στεκόταν με προσοχή μεγάλη πάνω από τις ωραίες λέξεις και τις ωραιότερες σκέψεις του. Μάθαινε κι ονειρευόταν, ακούγοντας και διαβάζοντας για την Κοινωνία των Πολιτών. Όπως και τότε. Σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Μεγάλη η απώλεια του Νικήτα Λιοναράκη.
Ο Στέλιος την τελευταία περίοδο της χούντας την πέρασε κρυμμένος. Τον έψαχνε η χούντα για να τον «λιώσει». Βγήκε από την κρυψώνα, με την επιστράτευση. Πήγε να πάρει όπλο. Τελευταία φορά τον είδε δυο μέρες πριν από το δημοψήφισμα. Τον κορόιδευε, που πήγε στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Φεύγοντας, τον ρώτησε πότε και που θα ξαναβρεθούν. Του έδωσε ραντεβού, μετά το δημοψήφισμα, στη Χαριλάου Τρικούπη, στην κλαδική των Υπομηχανικών. Ήταν κι αυτός εκεί.
Τον είχε, κάποτε, ρωτήσει «πώς να ξεχωρίσω το σωστό από το λάθος στην πολιτική; Κάθε φορά, που ακούω να μιλάνε και να λένε απόψεις, μου φαίνεται ότι όλοι δίκιο έχουν. Είμαι, πάντα, με αυτόν που μου μιλά τελευταίος». «Σκάσε και διάβαζε, ήταν η απάντηση του αναρχικού του δάσκαλου». Και το πρώτο βιβλίο, που διάβασε, ήταν η «Κριτική στη Ρώσικη Επανάσταση» της Ρόζας Λούξεμπουργκ, σε μετάφραση του Α. Στίνα, στις εκδόσεις «Υδροχόος», που είχε φτιάξει η Αγγέλα.
Ένιωσε ένα δέος, όταν ο Στέλιος, μια μέρα της χούντας, τον πήρε και τον πήγε σ’ ένα υπόγειο, κάπου κοντά στο Μουσείο, για να γνωρίσει τον κ. Στίνα. Μια ζωή στη φυλακή, από την δικτατορία του Μεταξά, μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών, με κάτι μικρά διαλείμματα ελεύθερης ζωής. Άνθρωπος με περίσσια σοφία. Προσωπικότητα, που την προσπερνούν, αφού κανένα κόμμα δεν είχε να επωφεληθεί, από τις σκέψεις, το παράδειγμα και τη ζωή του.
Κάπως έτσι, σημαδεύτηκε, 20 χρονών παιδί. Και τα σημάδια τα κουβαλά ακόμα.
Τον Νικήτα, τον επιστράτευσαν, μαζί με άλλους, το Φλεβάρη του 1973, μήπως και σταματήσουν οι κινητοποιήσεις. Η πορεία του είναι γνωστή. Η απώλεια μεγάλη.
Η δικτατορία δεν ήταν καλό πράγμα.
Μην «πυροβολείτε» τα παιδιά με τις «μολότοφ».
Δικό μας δημιούργημα είναι.
Είναι το άλλοθι για τον αυταρχισμό της μελαγχολικής δημοκρατίας μας.
Είναι η εικόνα μιας κοινωνίας, χωρίς πολιτισμό.
Είναι που δεν έχουμε να τους πούμε τίποτα το καλό.
Είναι που, ακόμα, δε μάθαμε να κουβεντιάζουμε. Ο καυγάς πουλάει, πιο πολύ στην τηλεοπτική μας δημοκρατία και τα παιδιά το ξέρουν.
Το παιχνίδι που τους μάθαμε παίζουν. Το δικό μας παιχνίδι. Το παιχνίδι του καθεστώτος παίζουν.
Κι εγώ, μαζί με τους πολλούς της ιστορίας, που δεν τη γράφουν, μαζί με τον ήρωα μιας μικρής διήγησης, που δεν πρέπει να ξεχαστεί, μιας ιστορίας που δεν ήθελα να χαθεί, είμαι ακόμα ένας φοβισμένος άνθρωπος.
Μόνο που είμαι πολύ περήφανος, που είμαι ακόμα παρών, που δεν είμαι ήρωας, που δεν έχω όνομα, που μπορώ να κοιτώ το γιο μου στα μάτια.
«Φοβάμαι όλα αυτά, που θα γίνουν για μένα, χωρίς μένα», έλεγε το τραγουδάκι παλιά. Τώρα, δεν μπαίνουν στον κόπο να σου πουν ότι τα κάνουν για σένα. Για την τσέπη τους το κάνουν, για το κέρδος των λίγων. Κι εμείς τους ψηφίζουμε.
Εις μνήμην
Μια σκέψη σχετικά μέ το “ΕΝΑΣ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ-Ιστορικό επετειακό διήγημα”