Επτανησιακός ριζοσπαστισμός : Ρόκος Χοιδάς και Μικέλης Άβλιχος (ντοκιμαντέρ)

Ρόκκος Χοϊδάς (1830- 3 Μαΐου 1890), ένας πρωτοπόρος του δημοκρατικού, πατριωτικού σοσιαλιστικού χώρου.

του Κώστα Σαμάντη

Υπήρξε δικαστικός, βουλευτής και ιδιαίτερα γνωστός για τους αγώνες του ενάντια στη διαφθορά, της πολιτικής και των πολιτικών γενικότερα. Αν και ήταν προσωπικός φίλος του βασιλιά Γεωργίου του Α΄, τον κατηγόρησε δημόσια ως δειλό και άνανδρο με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί

Ο Ρόκκος (Χαράλαμπος) Χοϊδάς γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1830 και ήταν γιος ιερολοχίτη, γόνου παλαιάς αρχοντικής οικογένειας της Κεφαλονιάς που στα 1500 εγκαταστάθηκε στο νησί προερχόμενη από την Κρήτη. Το 1593 η οικογένεια εγγράφηκε στο Libro d’oro. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, στις αρχές του 1860, εργάσθηκε ως δικαστικός φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του αντιεισαγγελέα Εφετών, ενώ συμμετείχε ενεργά στην εκθρόνιση του Όθωνα. Το 1875 σε μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε το συγκεντρωμένο λαό με αποτέλεσμα την επέμβαση υπέρ του λαού του Χοϊδά, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε παραιτηθεί από την θέση του εισαγγελέα εφετών για να μπορεί ελεύθερα να υπερασπίζεται τα πιστεύω του. Τελικά η φιλονικία κατέληξε σε μονομαχία, στην οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Επί ένα μήνα χαροπάλευε ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από την οικία του. Η βασιλική αυλή για να προλάβει τις αναταραχές του πρότεινε να σταλεί με υποτροφία από το παλάτι η κόρη του, Πηνελόπη, για σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί κυρία επί των τιμών της βασίλισσας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε, κερδίζοντας την εκτίμηση των ομοϊδεατών του και παράλληλα το μένος των φιλομοναρχικών.

Στις 18 Ιουλίου του 1875 εκλέχθηκε ανεξάρτητος βουλευτής Κραναίας Κεφαλληνίας και συμμετείχε στην οργάνωση «Ρήγας» μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του, με σκοπό την αναβίωση των οραμάτων του Ρήγα Φεραίου. Εκλέχθηκε και το 1883 βουλευτής Αττικής. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες αλλά κυρίως για την αντίθεσή του προς την Βασιλεία. Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, κυρίως στις προεκλογικές του περιοδείες, από διαφόρους παρακρατικούς μηχανισμούς έχοντας ως αποτέλεσμα να μην εκλέγεται πάντα βουλευτής. Το 1885 παραιτήθηκε οριστικά από το βουλευτικό αξίωμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του που πραγματοποιήθηκε στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο. Η παραίτηση του όμως δεν έγινε αποδεκτή, παρ’ όλα αυτά δεν επανήλθε στη Βουλή, συνεχίζοντας έτσι τους δημοκρατικούς του αγώνες έξω από την αίθουσα του κοινοβουλίου. Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε με τον Καλαβρυτινό βουλευτή Οικονόμου το Λαϊκό κόμμα, το οποίο διαλύθηκε σύντομα ενώ στήριξε δημοκρατικούς συλλόγους όπως τον «Δημοκρατικό Σύλλογο των Πατρών» και τον «Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο» του Σταύρου Καλλέργη. Έπειτα συνεργάστηκε με τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου στην έκδοση του πολιτικοσατιρικού περιοδικού «Ραμπαγάς».

Η ιδεολογία του ήταν αντίθετη με αυτή του Τρικούπη με αποτέλεσμα να έρθουν σε ρήξη. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1888, αν και γνώστης των άρθρων του ισχύοντος τότε Συντάγματος της Ελλάδος, δημοσίευσε δύο άρθρα του στην εφημερίδα Ραμπαγά, τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τους Βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Τότε ο Χοϊδάς συνελήφθη, κατόπιν και πιθανής συναίνεσης του αρθρογράφου του «Τις πταίει;», εκείνης της εποχής, πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, και οδηγήθηκε σε δίκη στην Άμφισσα, όπου τον Μάιο του 1889 μετά από μία απολογία που διήρκεσε 24 ώρες, κατά την οποία κατηγόρησε δριμύτατα τους αυλοκόλακες και τα βασιλικά κόμματα της εποχής, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας.

Αρνήθηκε επιμόνως να υποβάλει αίτηση χάριτος στον βασιλιά κι έτσι οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας για να εκτίσει την ποινή του.
Στις 3 Μαΐου 1890, ο Ρόκκος Χοϊδάς άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή, σε ηλικία 60 ετών, εξαντλημένος από τις κακουχίες, αλλά και από την υποτροπή του παλαιού του τραύματος. Η κηδεία του έγινε στο παλαιό κοιμητήριο του Αγιάννη στην Χαλκίδα.

(Με πληροφορίες από το διαδίκτυο)

Ο Μικέλης Άβλιχος ήταν ένας από τους τελευταίους Επτανήσιους Ριζοσπάστες. Ένα κίνημα, που, όπως και το μεταγενέστερο των ριζοσπαστών των δεκαετιών 1890 και 1900, συνδύαζε με εκπληκτικό τρόπο την εθνική με την κοινωνική διάσταση. Μετά το 1917 ο πλούτος και η σύνθεση των ιδεών των Ριζοσπαστών χάθηκε.

Ο Μικέλης (Μιχαήλ) Γ. Άβλιχος ( 1844 – 1917) ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής. Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς στις 18 Μαρτίου 1844[1] από εύπορους γονείς, τον Γεώργιο Άβλιχο του Θεοδώρου (1807-28/10/1897)[2] και την Ειρήνη Κουρούκλη του Σπυρίδωνος (1820-17/1/1845)[3].[4] Σπούδασε στο εκεί Πετρίτσειο Γυμνάσιο και μετά στην Ελβετία στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου και ήλθε σε επαφή με τον αναρχισμό και τις ιδέες του Μιχαήλ Μπακούνιν[5]. Έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, την Ζυρίχη και την Βενετία. Όταν το 1872 επέστρεψε στην πατρίδα του, συνέχισε και συμπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτη του Ανδρέα Λασκαράτου, εστιάζοντας την λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου.

Για ένα μικρό διάστημα συνεργάστηκε λογοτεχνικά με τους Παναγιώτη Πανά και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις και γι’ αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής (κυρίως σονέτα) δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Κατά την περίοδο 19121913 πάντως, έκανε τις τακτικότερες δημοσιεύσεις του στο περιοδικό Ζιζάνιο.

Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα, ο Άβλιχος δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής του, και ενώ, όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος, στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ, η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Πέθανε στο Ληξούρι στις 28 Νοεμβρίου 1917[6] και τάφηκε εκεί. Έμεινε μέχρι το θάνατό του συνεπής στις αθεϊστικές και αναρχικές θέσεις του και αποχαιρέτησε τους φίλους του με τα εξής τελευταία του λόγια: «Μην θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στην ζωή».

Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/219553

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s