Θ. Ζιάκας: Τα προβλήματα της προσωποκεντρικής σκέψης

του Θεόδωρου Ζιάκα

Εί­δα­με (1)  ό­τι δύ­ο κυ­ρίως ρεύ­μα­τα σκέ­ψης έ­χουν εμ­βα­θύ­νει στην κρί­ση της νε­ω­τε­ρι­κής ε­ξα­το­μί­κευσης. Το πρώ­το εί­ναι ο υ­παρ­ξι­σμός, που προ­έρ­χε­ται α­πό την κυ­ρί­αρ­χη κεντρι­κή (α­το­μο­κε­ντρι­κή) πα­ρά­δο­ση της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Το δεύ­τε­ρο εί­ναι η προ­σω­πο­κε­ντρι­κή σκέ­ψη, που προ­έρ­χε­ται α­πό την Ορ­θό­δο­ξη πε­ρι­φέ­ρειά της (Ρω­σί­α-Ελ­λά­δα). Στό­χος του πρώ­του ή­ταν η α­νά­σχε­ση του μη­δε­νι­σμού και η διά­σω­ση του α­τό­μου, μέ­σω της α­νά­δει­ξης του τρα­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα του. Για το προ­σω­πο­κε­ντρι­κό ρεύ­μα, α­ντί­θε­τα, ο μη­δε­νι­σμός εί­ναι ορ­γα­νι­κή συ­νέ­πεια του δυ­τι­κού α­το­μο­κε­ντρι­σμού. Εί­ναι α­δύ­να­τη η ε­ξου­δε­τέ­ρω­σή του χω­ρίς υπέρ­βα­ση του α­το­μο­κε­ντρι­σμού, χω­ρίς ο­ντο­λο­γι­κή α­να­θε­με­λί­ω­ση. Η πρό­τασή του ή­ταν η με­τά­βα­ση α­πό το Ά­το­μο στο Πρό­σω­πο.

Με την κα­τάρ­ρευ­ση του κολ­λε­κτι­βι­στι­κού μη­δε­νι­σμού, που ο­λο­κληρώ­θη­κε με τη διά­λυ­ση του σο­βιε­τι­κού συ­στή­μα­τος, ο διά­λο­γος των δύ­ο ρευ­μάτων έ­χει χά­σει την ει­δι­κή ι­στο­ρι­κή βά­ση του. Η διά­λυ­ση αυ­τή προ­κα­λώ­ντας αι­σιο­δο­ξί­α στο δυ­τι­κό άν­θρω­πο, συ­γκά­λυ­ψε το θε­με­λια­κό χα­ρα­κτή­ρα της κρί­σης και ο­δή­γη­σε σε υ­πο­χώ­ρη­ση την α­ντι­μη­δε­νι­στι­κή προ­βλη­μα­τι­κή. Δη­μιουρ­γή­θη­κε έ­τσι έ­να “ό­ριο”, που για να το υ­περ­βεί η προ­σω­πο­κε­ντρι­κή σκέ­ψη, πρέ­πει να ει­σέλ­θει σε έ­να νέ­ο στά­διο α­νά­πτυ­ξης. Σ’ αυ­τό ε­δώ το κεί­μενο, το τε­λευ­ταί­ο της σει­ράς, θα α­πα­ριθ­μή­σου­με ο­ρι­σμέ­να α­πό τα προ­βλή­μα­τα που συ­γκρο­τούν το ο­ρια­κό αυ­τό ση­μεί­ο.

Η “ε­πι­στρο­φή στις ρί­ζες”

Κε­ντρι­κή και στις δύ­ο προ­τά­σεις ή­ταν η πε­ρί­φη­μη “ε­πι­στρο­φή στις ρί­ζες”: στην ελ­λη­νι­κή αρ­χαιό­τη­τα η πρώ­τη, στο Βυ­ζά­ντιο η δεύ­τε­ρη. Τραγω­δί­α και προ­σω­κρα­τι­κοί, αφ’ ε­νός. Ο­ντο­λο­γί­α των ε­νερ­γειών, α­πο­φα­τι­σμός και ορ­θό­δο­ξο Πρό­σω­πο, α­πό την άλ­λη.

Ό­μως οι δύ­ο “στρο­φές προς τα πί­σω” ή­ταν α­σύμ­βα­τες, ε­φό­σον για τους πρώ­τους (και με­ρι­κούς εκ των δευ­τέ­ρων), η αρ­χαί­α Ελ­λά­δα και το Βυ­ζά­ντιο εί­ναι δύ­ο κό­σμοι ε­ντε­λώς ξέ­νοι. Βε­βαί­ως στον 20ο αιώ­να η Δύ­ση ε­γκα­τέ­λει­ψε την ε­ντε­λώς αρ­νη­τι­κή θέ­ση της α­πέ­να­ντι στο Βυ­ζά­ντιο. Αλ­λά η “βυ­ζα­ντι­νή” ι­στο­ριο­γρα­φί­α της δεν έ­πα­ψε να κυ­ριαρ­χεί­ται α­πό το πρό­ταγ­μα της δι­καιώ­σε­ως του νε­ω­τε­ρι­κού αν­θρω­πο­λο­γι­κού τύ­που και α­πώ­τε­ρα των δυ­τι­κών θέσε­ων πά­νω στο κα­τα­γω­γι­κό του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού θρη­σκευ­τι­κό Σχί­σμα. Στο Βυ­ζά­ντιο το δυ­τι­κό πνεύ­μα δεν μπο­ρεί να δει το Πρό­σω­πο, για­τί το αν­θρω­πο­λογι­κό του “πα­ρά­δειγ­μα” βα­σί­ζε­ται α­κρι­βώς στην α­πο­λοι­φή του Προ­σώ­που. Βλέ­πει ε­κεί μια πα­ραλ­λα­γή κολ­λε­κτι­βι­σμού. Εν­δια­φέ­ρου­σα, ό­σο διαρ­κού­σε το αί­νιγ­μα του “ορ­θό­δο­ξου” υ­παρ­κτού σο­σια­λι­σμού, αλ­λά με φθί­νου­σα πλέ­ον ση­μα­σί­α. Αν το Βυ­ζά­ντιο ή­ταν ο με­σαιω­νι­κός “υ­παρ­κτός σο­σια­λι­σμός”, τι θα μπο­ρού­σε να πε­ρι­μέ­νει απ’ αυ­τό ο σύγ­χρο­νος “με­τα­κομ­μου­νι­στι­κός” κό­σμος; Συ­νε­πώς οι ό­ροι του “δια­λό­γου” με τη δυ­τι­κή σκέ­ψη είναι, στη “νέ­α ε­πο­χή”, δυ­σμε­νέ­στε­ροι.

Αλ­λά ας στα­θού­με σ’ αυ­τό καθ’ αυ­τό το εγ­χεί­ρη­μα της “ε­πι­στροφής” στις ο­ντο­λο­γι­κές “ρί­ζες”. Η α­να­ζή­τη­ση ι­δε­ών στο μα­κρι­νό πα­ρελθόν, για να α­ντι­με­τω­πί­σου­με προ­βλή­μα­τα του πα­ρό­ντος, μπο­ρεί να εί­ναι εύλο­γη μό­νο αν α­να­φέ­ρε­ται σε προ­βλή­μα­τα α­νά­λο­γα με τα ση­με­ρι­νά. Το ση­μερι­νό πρό­βλη­μα εί­ναι η κρί­ση της νε­ω­τε­ρι­κής ε­ξα­το­μί­κευ­σης. Τί­θε­ται ε­πο­μέ­νως το ε­ρώ­τη­μα: Υ­πήρ­ξε στην ελ­λη­νι­κή αρ­χαιό­τη­τα α­νά­λο­γη κρί­ση ε­ξατο­μί­κευ­σης; Αν ναι, πώς α­ντι­με­τω­πί­στη­κε και με ποιά α­πο­τε­λέ­σμα­τα; Τέ­τοια ερω­τή­μα­τα δεν τέ­θη­καν, ού­τε α­πό τους α­ντι­νι­χι­λι­στές ού­τε α­πό τους Ρώ­σους και τους δι­κούς μας, ώ­στε να ε­ξα­σφα­λι­σθούν ε­παρ­κώς οι ε­πι­στη­μο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις του εγ­χει­ρή­μα­τος.

Η προ­σω­πο­κε­ντρι­κή σκέ­ψη “νο­μι­μο­ποι­ή­θη­κε”, ως συ­νο­μι­λη­τής, χά­ρη στο Ντο­στο­γιέφ­σκυ. “Απ’ αυ­τόν (το Ντο­στο­γιέφ­σκυ) θα μπορού­σα να δι­δα­χθώ”, -γρά­φει ο Νί­τσε. Ο Κα­μύ, προ­λο­γί­ζο­ντας τη με­τα­φο­ρά των Δαι­μο­νι­σμέ­νων στο θέ­α­τρο, έ­γρα­φε: “Για πο­λύ και­ρό θε­ω­ρή­θη­κε ο Μαρ­ξ ως προ­φή­της του 20ού αιώ­να. Σή­με­ρα ξέ­ρου­με πως ό,τι προ­φή­τε­ψε έ­χει α­φεθεί να πε­ρι­μέ­νει. Και ξέ­ρου­με κα­λά ό­τι ο Ντο­στο­γιέφ­σκυ ή­ταν ο πραγ­μα­τι­κός προ­φή­της… Για μέ­να εί­ναι πριν απ’ ό­λα ο συγ­γρα­φέ­ας, που πο­λύ πριν α­πό τον Νί­τσε, γνώ­ρι­σε τον σύγ­χρο­νό του μη­δε­νι­σμό, δια­σα­φή­νι­σε και προ­εί­δε τις τε­ρα­τώ­δεις και πα­ρά­φρο­νες συ­νέ­πειές του και ο ο­ποί­ος ζή­τη­σε να ο­ρί­σει το μή­νυ­μα της σω­τη­ρί­ας”. Δια­βά­ζο­ντας τη Μυ­στι­κή Θε­ο­λο­γί­α της Α­να­τολι­κής Εκ­κλη­σί­ας, του Βλα­δί­μη­ρου Λό­σκυ, θα πει: “αυ­τό εί­ναι κά­τι άλ­λο, μ’αυ­τό μπο­ρώ να συ­ζη­τή­σω”.2 

Ερ­γα­σί­α σε τρί­α ε­πί­πε­δα

Την προ­σω­πο­κε­ντρι­κή πα­ρέμ­βα­ση στη συ­ζή­τη­ση μπο­ρού­με να την α­ποδελ­τιώ­σου­με, πο­λύ σχη­μα­τι­κά και α­πλου­στευ­τι­κά, σε τρί­α ε­πί­πε­δα: Σ’ έ­να πρώ­το ε­πί­πε­δο α­ντι­πα­ρα­θέ­σα­με το Πρό­σω­πο στο Ά­το­μο, ε­πα­νερ­μη­νεύ­ο­ντας την ελ­λη­νι­κή πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α. Το ε­πι­χεί­ρη­μα ή­ταν πε­ρί­που το ε­ξής: αν στη θέ­ση του Α­τό­μου εί­χα­με το Πρό­σω­πο (το υ­πο­κεί­με­νο που α­γκα­λιά­ζει α­γαπη­τι­κά τον κό­σμο) δε θα φθά­να­με στον νι­χι­λι­σμό (στον η­θι­κο-πο­λι­τι­κό μη­δενι­σμό). Αν το ε­γω­ι­στι­κό ά­το­μο εί­ναι το υ­πο­κεί­με­νο της α­το­μι­κι­στι­κής κοι­νωνί­ας και το αλ­τρου­ι­στι­κό ά­το­μο το υ­πο­κεί­με­νο της κολ­λε­κτι­βι­στι­κής, το Πρό­σω­πο εί­ναι το υ­πο­κεί­με­νο ε­νός άλ­λου τρό­που κοι­νω­νί­ας, του κοι­νο­τι­σμού, ο ο­ποί­ος υ­περ­βαί­νει την πό­λω­ση α­το­μι­κι­σμού-κολ­λε­κτι­βι­σμού.

Αλ­λά τι μας βε­βαιώ­νει ό­τι το Πρό­σω­πο δεν εί­ναι α­πλώς μια θε­ω­ρη­τική δυ­να­τό­τη­τα; Φα­ντα­σιώ­δες, ι­δα­νι­κό σχή­μα, ό­ταν αυ­τό που χρεια­ζό­μα­στε είναι έ­νας ε­φι­κτός αν­θρω­πο­λο­γι­κός τύ­πος; Που να προ­έρ­χε­ται, μά­λι­στα, α­πό τον ε­θε­λο­ντι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό του ε­ξαρ­θρω­νό­με­νου νε­ω­τε­ρι­κού α­τό­μου. Την ένστα­ση αυ­τή την α­ντι­με­τω­πί­σα­με σε έ­να δεύ­τε­ρο ε­πί­πε­δο, ό­που η προ­σφυ­γή στο Βυ­ζά­ντιο προ­βλή­θη­κε ως τεκ­μη­ρί­ω­ση της ι­στο­ρι­κής δυ­να­τό­τη­τας του Προ­σώ­που. Αν το Βυ­ζά­ντιο ή­ταν έ­νας προ­σω­πο­κε­ντρι­κός πο­λι­τι­σμός, εξ αι­τί­ας της κοι­νω­νι­κής ο­ντο­λο­γί­ας του (που δεν ή­ταν ού­τε α­το­μο­κε­ντρι­κή ού­τε κολ­λε­κτι­βι­στι­κή, αλ­λά προ­σω­πο­κε­ντρι­κή3 ), τό­τε το Πρόσω­πο δεν εί­ναι α­πραγ­μα­το­ποί­η­το ι­δα­νι­κό.

Εί­ναι α­πα­ραί­τη­το να διευ­κρι­νή­σου­με το ση­μεί­ο αυ­τό. Εν­σάρ­κω­ση του Προ­σώ­που εί­ναι στο Βυ­ζά­ντιο ο Ά­γιος. Δεν τί­θε­ται ό­μως θέ­μα ό­τι όλοι οι βυ­ζα­ντι­νοί ή­ταν ά­γιοι. Το Πρό­σω­πο ή­ταν ο κοι­νά α­πο­δε­κτός ι­δα­νικός τύ­πος. Με την ί­δια άλ­λω­στε έν­νοια εί­ναι και ο νε­ω­τε­ρι­κός πο­λι­τι­σμός ατο­μο­κε­ντρι­κός: το ά­το­μο εί­ναι ε­δώ ι­δα­νι­κό. Ου­δέ­πο­τε ο μέ­σος συ­γκε­κερι­μέ­νος άν­θρω­πος κα­τόρ­θω­σε να γί­νει πραγ­μα­τι­κό ά­το­μο. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως: “Λέ­με ά­γιο τον πα­λα­βά ε­ρω­τευ­μέ­νο με κά­θε ποί­η­μα του Ε­πώ­νυ­μου Θε­ού. Α­κό­μα και με ό,τι για μας τους πολ­λούς η­χεί σαν φάλ­τσο της φύ­σης: τα ερ­πε­τά, τα θη­ρί­α, τους φα­νε­ρά κα­κούρ­γους αν­θρώ­πους. Και εκ της μνή­μης αυ­τών και της θε­ω­ρί­ας αυ­τών ρέ­ου­σιν οι ο­φθαλ­μοί αυ­τού δά­κρυα… Και ου δύ­να­ται βα­στά­ξαι ή α­κού­σαι βλά­βην τι­νά ή λύ­πην μι­κράν εν τη κτί­σει γι­νο­μέ­νην… Και διά τού­το και υ­πέρ των α­λό­γων… και των ορ­νέ­ων και των ζώ­ων και των δαι­μό­νων… και υ­πέρ της φύ­σε­ως των ερ­πε­τών… και υ­πέρ πα­ντός κτί­σμα­τος… εν πά­ση ώ­ρα ευχήν με­τά δα­κρύ­ων προ­σφέ­ρει..”4  Αυ­τός εί­ναι ί­σως ο πιο καίριος ο­ρι­σμός του βυ­ζα­ντι­νού Προ­σώ­που. Δεί­χνει με σα­φή­νεια το α­γα­πη­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο του Προ­σώ­που. Αλ­λά, συγ­χρό­νως, και την ι­διο­τυ­πί­α της βυ­ζα­ντινής εν­σαρ­κώ­σε­ώς του: κλαί­ει α­νή­μπο­ρο στο πο­λι­τεια­κό πε­ρι­θώ­ριο της “Οικου­μέ­νης”… Χω­ρίς το πο­λι­τεια­κό οι­κο­σύ­στη­μα που του α­ντι­στοι­χεί. Η προσω­πο­κε­ντρι­κό­τη­τα του Βυ­ζα­ντί­ου ή­ταν δρα­στι­κά φαλ­κι­δευ­μέ­νη α­πό τον πο­λιτεια­κό δε­σπο­τι­σμό.

Αλ­λά α­κό­μα και αν δε­χθού­με ό­τι το Βυ­ζά­ντιο ή­ταν ε­ντε­λώς προ­σω­ποκε­ντρι­κό, αυ­τό δεν ση­μαί­νει φυ­σι­κά ό­τι μπο­ρού­με να ξα­να­γυ­ρί­σου­με στην ε­ποχή του Σχί­σμα­τος, ώ­στε να α­πο­φύ­γου­με τη θε­με­λί­ω­ση του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού στο μη­δε­νι­σμό της ο­ντο­λο­γι­κής ση­μα­σί­ας των Ε­νερ­γειών, ο ο­ποί­ος ο­δή­γη­σε στο νε­ω­τε­ρι­κό ά­το­μο και δι’ αυ­τού στον νι­χι­λι­σμό. Οι αν­θρω­πο­λο­γι­κές συνέ­πειες του Σχί­σμα­τος α­πο­τε­λούν πλέ­ον ι­στο­ρι­κό δε­δο­μέ­νο. Το θέ­μα εί­ναι πώς α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται σή­με­ρα στην πρά­ξη. Πώς ε­πι­τυγ­χά­νε­ται ά­με­σα, στο ε­δώ και τώ­ρα, η ζη­τού­με­νη ο­ντο­λο­γι­κή α­να­θε­με­λί­ω­ση. Η αυ­το­τε­λής συγκε­κρι­μέ­νη α­νά­λυ­ση της αν­θρω­πο­λο­γι­κής κρί­σης και οι τρό­ποι ά­με­σης πρα­κτι­κής αντι­με­τώ­πι­σής της, δεν μπο­ρούν να α­ντι­κα­τα­στα­θούν α­πό ο,τι­δή­πο­τε άλλο. Έ­χου­με έ­τσι έ­να τρί­το ε­πί­πε­δο ερ­γα­σί­ας, το σπου­δαιό­τε­ρο, διό­τι και τα άλ­λα δύ­ο σ’ αυ­τό κα­τα­τεί­νουν και αυ­τό τε­λι­κά υ­πη­ρε­τούν.

Μι­λά­με λοι­πόν σχη­μα­τι­κά για τρί­α ε­πί­πε­δα: το ο­ντο­λο­γι­κό (δια­στολή ι­δα­νι­κού Προ­σώ­που-ι­δα­νι­κού Α­τό­μου), το ι­στο­ρι­κό (α­πό­δει­ξη της ε­φι­κτό­τητας του Προ­σώ­που), και το πρα­κτι­κό (ά­με­ση α­ντι­με­τώ­πι­ση του αν­θρω­πο­λο­γι­κού προ­βλή­μα­τος). Ας κά­νου­με έ­ναν “α­πο­λο­γι­σμό” στα ση­μεί­α αυ­τά.

Το ο­ντο­λο­γι­κό ε­πί­πε­δο

Η προ­σω­πο­κε­ντρι­κή σκέ­ψη κι­νή­θη­κε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά κυ­ρί­ως στο πρώτο ε­πί­πε­δο, λι­γό­τε­ρο στο δεύ­τε­ρο και σχε­δόν κα­θό­λου στο τρί­το.

Η λέ­ξη “κι­νή­θη­κε” διεμ­βάλ­λει ί­σως την ι­δέ­α για κά­ποιο “συλλο­γι­κό σχε­δια­σμό”, πράγ­μα που θα ή­ταν πα­ρα­πλα­νη­τι­κό. Αυ­τό που έ­χω υ­πό­ψη μου εί­ναι πρω­τί­στως το έρ­γο του κα­θη­γη­τή Χρή­στου Γιαν­να­ρά και του Μη­τροπο­λί­τη Περ­γά­μου Ιω­άν­νη Ζη­ζιού­λα. Για πα­ρά­δειγ­μα: Το Πρό­σω­πο και ο Έ­ρως5  και το Α­πό το προ­σω­πεί­ον εις το πρό­σω­πον,6  α­πο­τε­λούν ερ­γα­σί­α στο πρώ­το ε­πί­πε­δο. Η Ορθο­δο­ξί­α και Δύ­ση στη Νε­ώ­τε­ρη Ελ­λά­δα 7  ή το Ελ­λη­νι­σμός και Χρι­στια­νι­σμός, η συ­νά­ντηση των δύ­ο κό­σμων8 , στο δεύ­τε­ρο.

Το έρ­γο του Γιαν­να­ρά έ­παι­ξε σπου­δαί­ο ρό­λο. Ό­λοι πλέ­ον χρη­σι­μο­ποιούν τον ό­ρο Πρό­σω­πο. Το έρ­γο του σ. Περ­γά­μου ε­πί­σης (έ­ξω γί­νο­νται και δι­δακτο­ρι­κά πά­νω σ’ αυ­τό). Έ­χει σχη­μα­τι­στεί, λί­γο πο­λύ, έ­να με­τα-ευ­σε­βι­στικό ρεύ­μα, που τεί­νει να ε­πι­βλη­θεί στον χώ­ρο της ορ­θό­δο­ξης σκέ­ψης. Ζω­τι­κή ε­νί­σχυ­ση έ­χει δε­χθεί και α­πό δυ­νά­μεις της “άλ­λης ό­χθης” (Στέ­λιος Ράμφος, Κώ­στας Ζου­ρά­ρις κ.ά.). Η πα­ρα­δο­σια­κή ό­μως πό­λω­ση “συ­ντη­ρη­τι­κών” και “προ­ο­δευ­τι­κών” δεν έ­χει α­κό­μη διαρ­ρα­γεί. Η ει­σα­γω­γή μιας “τρί­της θέ­σης”, ε­ντε­λώς ξέ­νης προς το α­ρα­χνια­σμέ­νο σκη­νι­κό της με­τα­ξύ τους πολώ­σε­ως, α­πει­λεί μια σύμ­βα­ση που βο­λεύ­ει, δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα, και τις δύ­ο πτέ­ρυγες του δια­νο­η­τι­κού κα­τε­στη­μέ­νου. Η δυ­σκο­λί­α να σπά­σει η πα­ρα­δο­σια­κή πόλω­ση έ­χει α­ντι­κει­με­νι­κή βά­ση: Τό­σο η μια ό­σο και η άλ­λη πτέ­ρυ­γα δεν εί­χαν ποτέ ε­πα­φή με την α­ντι­μη­δε­νι­στι­κή προ­βλη­μα­τι­κή, με την ο­ποί­α συν­δέ­ε­ται η προ­σω­πο­κε­ντρι­κή πρό­τα­ση. Η λε­γό­με­νη “συ­ντη­ρη­τι­κή” πλευ­ρά, για­τί γε­νικώς στε­ρεί­ται κοι­νω­νι­κής προ­βλη­μα­τι­κής. Η δε “προ­ο­δευ­τι­κή”, για­τί ου­δέ­πο­τε κα­τόρ­θω­σε να χει­ρα­φε­τη­θεί α­πό έ­να εί­δος με­τα­πρα­τι­κού μαρ­ξι­σμού. Κα­τά ει­ρω­νί­α τρα­γι­κή η προ­σω­πο­κε­ντρι­κή προ­βλη­μα­τι­κή μό­νον ε­κτός Ελ­λάδος μπο­ρού­σε να βρει τους συ­νο­μι­λη­τές της.

Ως πρό­τα­ση το Πρό­σω­πο έ­χει ό­χι μό­νο το πλε­ο­νέ­κτη­μα της ι­δα­νι­κής πλη­ρό­τη­τας, αλ­λά και της προ­γε­νέ­στε­ρης ι­στο­ρι­κής δο­κι­μα­σί­ας, -α­φού υ­πήρ­ξε η α­πά­ντη­ση στην α­νά­λο­γη κρί­ση της αρ­χαί­ας ε­ξα­το­μί­κευ­σης. Τού­το ό­μως δεν έ­χει α­ξιο­ποι­η­θεί. Κατ’ αρ­χήν δεν έ­χει αμ­φι­σβη­τη­θεί η, διαιω­νι­ζό­με­νη δυτι­κής προ­ε­λεύ­σε­ως πρό­λη­ψη, ό­τι η ελ­λη­νι­κή αρ­χαιό­τη­τα δεν γνώ­ρι­ζε την α­τομι­κό­τη­τα. Οι ο­ντο­λο­γι­κές α­να­λύ­σεις για το Πρό­σω­πο, ως α­ντί­πο­δα του Α­τό­μου, έ­χουν πα­ρα­μεί­νει στο ε­πί­πε­δο της θε­ο­λο­γι­κής και της φι­λο­σο­φι­κής γλώσ­σας, ε­πι­τρέ­πο­ντας τη σύγ­χι­ση ο­ντο­λο­γι­κού και ι­στο­ρι­κού α­τό­μου και κατ’ ανα-λο­γί­αν ο­ντο­λο­γι­κού και ι­στο­ρι­κού προ­σώ­που. Το ο­ντο­λο­γι­κό ά­το­μο και το ιστορικό ά­το­μο δεν εί­ναι έ­να και το αυ­τό. Ε­πί­σης, το ι­στο­ρι­κό ά­το­μο δεν εί­ναι πα­ντού και πά­ντο­τε το ί­διο. ‘Αλ­λο το ελ­λη­νι­κό, άλ­λο το ρω­μα­ϊ­κό, άλ­λο το νε­ω­τε­ρι­κό. Ο αρ­χαί­ος δου­λο­χτή­της, ο νε­ω­τε­ρι­κός ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ας και ο σύγ­χρο­νος μά­να­τζερ, εί­ναι ά­το­μα, αλ­λά πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κά. Ε­νώ στο θε­ω­ρη­τι­κό ερ­γαστή­ρι τα πράγ­μα­τα εί­ναι “κα­θα­ρά”, δεν συμ­βαί­νει το ί­διο και έ­ξω απ’ αυ­τό. Το ά­το­μο της νευ­τώ­νιας μη­χα­νι­κής, το πλη­σιέ­στε­ρο σ’ αυ­τό της ο­ντο­λογί­ας, μπερ­δεύ­ε­ται με τον αυ­τό­νο­μο-υ­πεύ­θυ­νο άν­θρω­πο, που έ­χει δι­κή του γνώμη και βού­λη­ση. Κι αυ­τός με το πα­θη­τι­κό αν­δρά­πο­δο που τρέ­μει για την αυ­τοσυ­ντή­ρη­σή του. Ή με το ε­γκλη­μα­τι­κό ά­το­μο που “α­νε­βαί­νει” πα­τώ­ντας ε­πί πτω­μά­των. Ά­το­μο κα­τα­ντά να ση­μαί­νει, ει­δι­κό­τε­ρα, για μια κα­τη­γο­ρί­α αν­θρώπων, το α­ντι­κοι­νω­νι­κό στοι­χεί­ο – πράγ­μα που α­πλώς γε­λοιο­γρα­φεί τη δυ­τι­κή ε­ξα­το­μί­κευ­ση.

Τέ­τοιες συγ­χί­σεις δια­στρέ­φουν το νό­η­μα του Προ­σώ­που και βο­λεύ­ουν ά­ρι­στα ο­ρι­σμέ­νους μη­χα­νι­σμούς, για­τί τους ε­πι­τρέ­πουν να το εν­σω­μα­τώνουν στη ρη­το­ρι­κή τους ως μορ­φή κολ­λε­κτι­βι­στι­κού α­τό­μου. Πρό­σω­πο εί­ναι γι’ αυ­τούς ο άν­θρω­πος που θυ­σιά­ζει την α­το­μι­κό­τη­τά του χά­ριν του ε­ξου­σιαστι­κού μη­χα­νι­σμού που τον τρέ­φει -φυ­σι­κώς ή με­τα­φυ­σι­κώς. Το Πρό­σω­πο ε­πα­ναφο­μοιώ­νε­ται έ­τσι στην πό­λω­ση α­το­μι­κι­σμού – κολ­λε­κτι­βι­σμού.

Το ι­στο­ρι­κό ε­πί­πε­δο

Στο δεύ­τε­ρο, δη­λα­δή στο ι­στο­ρι­κό ε­πί­πε­δο, οι α­παι­τή­σεις εί­ναι κατά πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες, για­τί πρέ­πει να α­πα­ντη­θούν τα ε­ρω­τή­μα­τα που συν­δέ­ο­νται τό­σο με τη συ­νέ­χεια ό­σο και με το χά­σμα με­τα­ξύ του αρ­χαί­ου και του βυ­ζαντι­νού Ελ­λη­νι­σμού (πριν απ’ ό­λα στα πε­δί­α της θε­ο­λο­γί­ας-θε­ο­γο­νί­ας, της οντο­λο­γί­ας, της αν­θρω­πο­λο­γί­ας και της ψυ­χο­λο­γί­ας). Να α­πα­ντη­θεί π.χ. το σκαν­δα­λώ­δες ε­ρώ­τη­μα: για­τί ο χρι­στια­νι­σμός, αν και ε­βρα­ϊ­κής προ­ε­λεύ­σε­ως, έ­γινε δε­κτός α­πό τους Έλ­λη­νες και α­πορ­ρί­φθη­κε α­πό τους Ε­βραί­ους και τους άλ­λους κολ­λε­κτι­βι­στι­κούς λα­ούς της Α­να­το­λής; Για­τί γί­νε­ται δε­κτός μό­νο σε ατο­μο­κε­ντρι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα, ό­πως τα ελ­λη­νο-ρω­μα­ϊ­κά; Πρέ­πει να γε­φυ­ρω­θεί επί­σης, στην ι­στο­ρι­κή μας συ­νεί­δη­ση, το χά­σμα του βυ­ζα­ντι­νού πο­λι­τι­σμού με τη Δύ­ση και την Α­να­το­λή. Κο­ντο­λο­γίς: να γρα­φτεί, ε­πι­τέ­λους, και μια ελ­λη­νι­κή ι­στο­ρί­α της Ρω­μα­νί­ας.

Δεν εί­ναι ό­μως κα­θό­λου εύ­κο­λο τού­το. Ό­χι μό­νο για­τί δεν χρη­σι­μο­ποιού­με το Πρό­σω­πο ως ο­δη­γη­τι­κό μί­το, στη με­λέ­τη της ι­στο­ρί­ας μας, αλ­λά και για­τί μας φέρ­νει μπρος στην α­νά­γκη ο­δυ­νη­ρών α­να­θε­ω­ρή­σε­ων, που α­φο­ρούν ό­λες τις κρα­τού­σες α­ντι­λή­ψεις για τη σχέ­ση αρ­χαί­ου και βυ­ζα­ντι­νού Ελ­λη­νι­σμού. Θέ­τει ε­πι­πλέ­ον αιχ­μη­ρά ε­ρω­τή­μα­τα: Αν το Βυ­ζά­ντιο πραγ­μά­τω­σε το Πρό­σωπο, τό­τε πώς σχε­τί­ζε­ται ο τρό­πος της πραγ­μά­τω­σής του με την πα­ρακ­μή και την κα­τάρ­ρευ­σή του; Πού βρι­σκό­ταν η “υ­πε­ρο­χή” της Δύ­σης και του Ι­σλάμ; Ποιά αν­θρω­πο­λο­γι­κή ή άλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, προσ­διό­ρι­σε την ευ­ρεί­α με­τάλ­λα­ξη του Έλ­λη­να σε Τούρ­κο, που α­νέ­τρε­ψε τα δη­μο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να της Μι­κράς Α­σί­ας, πο­λύ πριν την Ά­λω­ση; Κι αν το βυ­ζα­ντι­νό Πρό­σω­πο δεν “έ­σω­σε” το βυ­ζα­ντι­νό πο­λι­τι­σμό, με ποιά έν­νοια θα μπο­ρού­σε να “σώ­σει” το ση­μερι­νό πο­λι­τι­σμό, θε­με­λιώ­νο­ντας με­τά­βα­ση στη με­τα­νε­ω­τε­ρι­κή ε­πο­χή;

Τα βή­μα­τα που έ­χου­με κά­νει εί­ναι ση­μα­ντι­κά αλ­λά α­νε­παρ­κή. Συ­νή­θως βο­λευό­μα­στε με μύ­θους. Α­ντί για νη­φά­λιες προ­σεγ­γί­σεις στην ι­στο­ρί­α μας, υ­πο­κύ­πτου­με στη λα­ϊ­κί­στι­κη ρο­πή να ταυ­τί­ζου­με τα α­ναμ­φι­σβή­τη­τα ελ­λη­νικά ε­πι­τεύγ­μα­τα με το Α­πό­λυ­το, -χω­ρίς να λαμ­βά­νου­με υ­πό­ψη την πα­τα­γώ­δη ι­στο­ρι­κή κα­τάρ­ρευ­ση αυ­τού του “Α­πο­λύ­του”. Χω­ρίς να α­να­ρω­τιό­μα­στε ποιά ή­ταν τε­λι­κά τα σφάλ­μα­τα των δύ­ο με­γά­λων ελ­λη­νι­κών πο­λι­τι­σμών.

Το ε­δώ και τώ­ρα

Α­κό­μα πιο σο­βα­ρές εί­ναι οι α­παι­τή­σεις στο τρί­το ε­πί­πε­δο, αυ­τό της ά­με­σης πρά­ξης, ό­που η κρί­ση του νε­ω­τε­ρι­κού αν­θρώ­που, ο μη­δε­νι­σμός, έ­χει απο­κρυ­σταλ­λω­θεί σε μια νέ­α πιο δυ­σκα­τα­γώ­νι­στη μορ­φή. Ο μη­δε­νι­στής δεν εί­ναι πια το γρα­φι­κό νε­τσα­γιε­φι­κό θη­ρί­ο, που βλέ­που­με στους “Δαι­μο­νι­σμέ­νους” του Ντο­στο­γιέφ­σκυ. Εί­ναι ο “πο­λύ-πο­λύ-αν­θρώ­πι­νος” και ά­κα­κος σαν το πρό­βα­το, μι­κρο­α­στός. Δη­λα­δή ό­λοι μας.

Ο μη­δε­νι­στής εν­σαρ­κώ­νε­ται σή­με­ρα στο αρ­μο­νι­κό­τε­ρο αν­θρω­πο­λο­γι­κό ζευ­γάρι που έ­χει να ε­πι­δεί­ξει η ι­στο­ρί­α: τον κα­τα­να­λω­τή και τον κυ­ρί­αρχο. Η κα­τα­νά­λω­ση και η κυ­ριαρ­χί­α, α­πό βιο­λο­γι­κή και κοι­νω­νι­κή α­νά­γκη, έγι­ναν τρό­πος ζω­ής.9  Η ύ­παρ­ξη αυ­τοβε­βαιώ­νε­ται ως κα­τα­νά­λω­ση και κυ­ριαρ­χί­α, και δε­δο­μέ­νων των οι­κο-κοι­νω­νικών ο­ρί­ων, ως κα­τα­στρο­φή των προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων της ζω­ής. Το ζω­ο­ποιό αυ­θυ­περ­βατι­κό δυ­να­μι­κό του αν­θρώ­που μη­δε­νί­ζε­ται, δια της με­ταλ­λά­ξε­ώς του σε α­κό­ρεστη κα­τα­να­λω­τι­κή και ε­ξου­σια­στι­κή δί­ψα.

Η υ­φή του συλ­λο­γι­κού πε­δί­ου υ­φί­στα­ται α­νά­λο­γη με­τα­βο­λή. Η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα δεν βρί­σκε­ται πια στον α­στε­ρι­σμό της ι­δε­ο­λο­γι­κής μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας. Στη θέση της ήρ­θε ο ο­λο­κλη­ρω­τι­κός πλου­ρα­λι­σμός, που δεν φο­βά­ται να συ­νυ­πάρξει με κα­μί­α Πα­ρά­δο­ση. (Μό­νο αυ­τές φο­βού­νται -η μί­α την άλ­λη). Εί­ναι ο κό­σμος της “ει­κο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”: Ναί σε ό­λα μέ­σα στο Τί­πο­τα. Το Μη­δέν έ­χει συ­γκρο­τη­θεί σε “Σύ­στη­μα”. Έ­χει αυ­το­νο­μη­θεί και κα­ταβρο­χθί­ζει τα πά­ντα. Τις α­ντι-μη­δε­νι­στι­κές Πα­ρα­δό­σεις τις εν­σω­μα­τώ­νει, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τες σαν ψυ­χο­κοι­νω­νι­κούς α­πο­σβε­στή­ρες κρού­σε­ων. Το μη­δενι­στι­κό ά­το­μο α­να­πα­ρά­γε­ται κα­λύ­τε­ρα, αν α­να­πλη­ρώ­νει φα­ντα­σια­κά, στα πλαίσια μιας σέ­κτας ή κατ’ ι­δί­αν, το Κε­νό Νο­ή­μα­τος, που βιώ­νει στη δη­μόσια σφαί­ρα. Έ­χο­ντας α­λώ­σει την ψυ­χή μας, έ­χο­ντας τον πρώ­το λό­γο στον κα­θο­ρισμό των α­να­γκών μας, το αυ­το­νο­μη­μέ­νο και κοι­νω­νι­κά εν­σαρ­κω­μέ­νο, ο­ντο­λο­γικό Μη­δέν, μας α­πορ­ρο­φά στον κύ­κλο της α­να­πα­ρα­γω­γής του, μέ­σω της α­πο­σύν­θεσής μας ως α­το­μι­κών και συλ­λο­γι­κών υ­πο­κει­μέ­νων. Το αν­θρω­πο­λο­γι­κό το­πί­ο χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό την κα­τάρ­ρευ­ση τό­σο του α­το­μι­κι­στι­κού ό­σο και του κολλε­κτι­βι­στι­κού υ­πο­κει­μέ­νου. Ο λό­γος πε­ρί Προ­σώ­που κα­λεί­ται, ε­πο­μέ­νως, να α­ντι­με­τω­πί­σει την ο­λο­κλη­ρω­τι­κή αυ­τή έ­κλει­ψη του υ­πο­κει­μέ­νου. Ε­πανε­ξε­τά­ζο­ντας βε­βαί­ως και α­να­πτύσ­σο­ντας πα­ρα­πέ­ρα, τις ή­δη δια­τυ­πω­μέ­νες προ­τά­σεις, που προ­σβλέ­πουν στη δρά­ση του Τρα­γι­κού και της Α­γά­πης.

Ε­νώ ό­μως έ­τσι έ­χουν τα πράγ­μα­τα, υ­στε­ρού­με α­πελ­πι­στι­κά στις αν­θρω­πο­λογι­κές, κοι­νω­νιο­λο­γι­κές και ψυ­χο­λο­γι­κές με­λέ­τες, που εί­ναι α­να­γκαί­ες, για μια στοι­χειω­δώς α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή πρα­κτι­κή α­νά­σχε­σης του υ­περ­μο­ντέρ­νου αυ­τού μη­δε­νι­σμού.

Έ­θι­ξα με­ρι­κά α­πό τα προ­βλή­μα­τα, μπρος στα ο­ποί­α βρί­σκε­ται σή­με­ρα η προ­σωπο­κε­ντρι­κή σκέ­ψη. Αυ­τά έ­χουν ή­δη α­να­κι­νη­θεί. Ο σ. Περ­γά­μου έ­χει ε­πι­ση­μά­νει την α­νά­γκη μιας νέ­ας θε­ο­λο­γί­ας, ι­κα­νής να μι­λά­ει στο σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο για το Ά­κτι­στο. Ο Στέ­λιος Ράμ­φος έ­χει θέ­σει το πρό­βλη­μα της “ε­ξα­το­μί­κευσης”, ε­πι­ση­μαί­νο­ντας την “α­πο­πέ­τρω­ση του συμ­βό­λου” στο Βυ­ζά­ντιο και ζη­τώ­ντας μια μη αλ­λο­τριω­τι­κή σχέ­ση του Έλ­λη­να με τη σύγ­χρο­νη Δύ­ση.10  Ο Κώ­στας Ζου­ρά­ρις έ­χει α­πό και­ρό α­να­δεί­ξει την τρα­γι­κή αδυ­να­μί­α να υ­περ­βα­θεί η πό­λω­ση α­το­μι­κι­σμού-κολ­λε­κτι­βι­σμού στον Κρα­νί­ου Τό­πο της πο­λι­τι­κής.11  Ο Γιώρ­γος Παύ­λος προ­σπα­θεί να συν­δέ­σει την προ­σω­πο­κε­ντρι­κή οντο­λο­γί­α με την αλ­λα­γή “πα­ρα­δείγ­μα­τος” στον χώ­ρο των φυ­σι­κών ε­πι­στημών.12  Στην ί­δια συ­ζή­τη­ση με­τέ­χουν και οι, αμ­φι­βό­λου ση­μα­σί­ας, προ­σπά­θειες του γρά­φο­ντος, για μια συν­θε­τι­κή υ­πέρ­βα­ση της α­ντί­θε­σης με­τα-ευ­σε­βι­στι­κής και με­τα-μαρ­ξι­στι­κής σκέ­ψης.13 

Κλεί­νο­ντας θα ή­θε­λα να υ­πο­γραμ­μί­σω τον κίν­δυ­νο να α­πο­κο­πεί η προ­σω­πο­κεντρι­κή προ­βλη­μα­τι­κή α­πό τις διε­θνείς α­να­φο­ρές της. Ο κίν­δυ­νος εί­ναι έ­ντονος, ε­πει­δή οι εν λό­γω α­να­φο­ρές έ­χουν α­πό και­ρό με­τα­σχη­μα­τι­σθεί. Η συ­ζή­τηση έ­χει φύ­γει α­πό το πε­δί­ο της φι­λο­σο­φί­ας, ό­που τε­λευ­ταί­α λέ­ξη πα­ρα­μέ­νουν ο υ­παρ­ξι­σμός και η σχο­λή της Φραν­κφούρ­της. Έ­χει με­τα­το­πι­στεί στα πε­δί­α της αν­θρω­πο­λο­γί­ας, της ψυ­χο­λο­γί­ας και της ε­πι­στη­μο­λο­γί­ας, ό­που πο­λύ εν­διαφέ­ρου­σες ε­πε­ξερ­γα­σί­ες έ­χουν κά­νει την εμ­φά­νι­σή τους.

Υποσημειώσεις

 1 Άρ­δην, τ.1,2,3,5,6.
 2 Χ. Γιαν­να­ράς, Η κρί­ση της προ­φη­τεί­ας, Δό­μος2. Α­θή­να 1988.
 3 Βλ. Θ. Ζιά­κας, Η έ­κλει­ψη του υ­πο­κει­μέ­νου. Η κρί­ση της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας και η ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Μέ­ρος Δ’, Εκ­δό­σεις Δό­μος. Α­θή­να 1996.
 4 Χ. Γιαν­να­ράς, Σχό­λιο στο Ά­σμα Α­σμά­των, σ. 77. Δό­μος. Α­θή­να 1992.).
 5 Χ. Γιαν­να­ράς, Δό­μος4, Α­θή­να 1987.
 6 Ι. Ζη­ζιού­λας, στη συλ­λο­γή Η ι­διο­προ­σω­πεί­α του Νέ­ου Ελ­λη­νι­σμού. Έκ­δο­ση Ι­δρύ­ματος Γου­λαν­δρή-Χορ­ν. Α­θή­να 1983.
 7 Χ. Γιαννα­ράς, Δό­μος2, Α­θή­να 1992.
 8 Ι. Ζη­ζιού­λας, “Ελ­λη­νι­σμός και Χρι­στια­νι­σμός, η συ­νά­ντη­ση των δύ­ο κό­σμων”, Ι­στο­ρί­α του Ελ­λη­νικού Έ­θνους, τ. 6ος. Εκ­δο­τι­κή Α­θη­νών.
 9 Αθ. Αν. Να­σί­κας, Το αίτη­μα της ε­λά­χι­στης α­ντί­φα­σης, σ. 107 κ.ε. Τρο­χα­λί­α, Α­θή­να, 1995.
 10 Ε­ρου­ρέμ τ. 1 και Στέ­λιος Ράμ­φος, Το χρο­νι­κό ε­νός και­νούρ­γιου χρό­νου, ι­δί­ως το κε­φά­λαιο Ως α­στρα­πή των ε­σχά­των. Ίν­δικτος, Α­θή­ναι 1996.
 11 Θε­ο­εί­δια πα­ρα­κα­τια­νή. Ε­ξά­ντας.
 12 Νό­στος α­σύμ­με­τρος Προ­σώ­που. Δό­μος.
 13 Βλ. Θ. Ζιά­κας, Η έκλει­ψη του υ­πο­κει­μέ­νου. Η κρί­ση της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας και η ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δοση. Εκ­δό­σεις Δό­μος. Α­θή­να 1996.

Άρδην τ. 19-20 (1999)

Σχολιάστε