Λόγω της ημέρας!!!-Ευρωμπάσκετ 1987

του Νίκου Γ.Λεμονή

Εγώ με το μπάσκετ δεν έχω στενή σχέση. Στα νιάτα μου έπαιζα σχετικά συχνά για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν πως το σχολείο μου, το 2ο Γυμνάσιο της Αθήνας, ήταν ίσως το πιο “μπασκετικό” δημόσιο σχολείο τής πόλης.

Σε μια εποχή πριν το (σαν σήμερα) 1987 που έγινε η έκρηξη του αθλήματος, στην αυλή τού 2ου βρισκόταν ένα από τα ελάχιστα γήπεδα μπάσκετ τού κέντρου της πρωτεύουσας, όταν τα ανάλογα γήπεδα ήταν μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Ο δεύτερος λόγος ήταν ο ξάδελφός μου ο Ilias Aridas, με τον οποίο μεγαλώσαμε ουσιαστικά μαζί και επρόκειτο για το μεγαλύτερο μπασκετικό ταλέντο που θυμάμαι να έχω δει ζωντανά. Μαζί περάσαμε ατελείωτες ώρες να παίζουμε μπάσκετ στο καλάθι που είχε εγκαταστήσει στην αυλή του σπιτιού του (που παρεμπιπτόντως νομίζω πως ήταν και σε ψηλότερο ύψος από το κανονικό…). Κάποτε μάλιστα βρεθήκαμε και στα τμήματα υποδομών του Ολυμπιακού και κάναμε προπονήσεις στο γηπεδάκι που υπήρχε έξω από την ιστορική λέσχη του Ο.Σ.Φ.Π. στο Πασαλιμάνι. Εγώ έμεινα κάνα-δυο μήνες και μετά γύρισα φυσικά στο αγαπημένο μου ποδόσφαιρο. Ο Ηλίας συνέχισε, δεν θα τον άφηναν να φύγει εύκολα, ξαναλέω: μεγάλο ταλέντο.

Είχε πλάκα να ασχολείσαι εκείνα τα χρόνια με το μπάσκετ, που ok, είχε ήδη τη φήμη τού δεύτερου αθλήματος στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνώριζαν βασικές έννοιες του σπορ, όπως τα «βήματα» ας πούμε. Ή που χρησιμοποιούσαμε όρους απολύτως δικής μας έμπνευσης όπως το «άκυρο πήδημα» φερ’ ειπείν. Ή που προσπαθούσαμε να παίξουμε σε εντελώς αυτοσχέδιους χώρους, που περισσότερο υπήρχαν στη φαντασία μας, παρά στην πραγματικότητα.

Για παράδειγμα στο Δημοτικό μας Σχολείο, το 55ο στην οδό Λιοσίων, παίζαμε μπάσκετ με τη βοήθεια ενός σωλήνα ύδρευσης που πήγαινε στο κτήριο που ήταν οι τουαλέτες και από μια κακοτεχνία προεξείχε λίγο από τον εξωτερικό τοίχο του σχολείου. Η απόσταση ανάμεσα στον τοίχο και τον σωλήνα, στην οποία ίσα – ίσα χωρούσε να περάσει ένα μικρό λαστιχένιο μπαλάκι, λειτουργούσε ως καλάθι. (Μόλις τελείωσα το Δημοτικό, ακριβώς την επόμενη χρονιά, εγκατέστησαν κάποιες λυόμενες μπασκέτες. Επίσης το κτήριο απέκτησε και θέρμανση. Εγώ δεν πρόλαβα τέτοιες χλιδές…)

Στη δε πλατεία του Αγίου Παύλου, στη γειτονιά μας, μπάσκετ παίζαμε χρησιμοποιώντας για καλάθι το πρεβάζι των παραθύρων της εκκλησίας. Στην πίσω πλευρά τής εκκλησίας, στα παράθυρα τού ιερού. Δυσανάλογα με τη φασαρία που πρέπει να κάναμε, θυμάμαι ότι μας είχαν κυνηγήσει μόνο λίγες φορές. Οι άνθρωποι τότε ήταν ανεκτικοί με τα παιδιά.

Πρωτόγονες μπασκετικά εποχές. Κάτι φίλοι κατεβαίνοντας με τον Ηλεκτρικό στον Πειραιά είχαν συναντήσει μέσα στον συρμό τους, μπασκετμπολίστες του Ηρακλή που ρωτούσαν πως θα πάνε στο Παπαστράτειο γιατί είχαν αγώνα με τον Ολυμπιακό. Η ορολογία δε ήταν απολύτως διαφορετική. Δεν υπήρχε «άσσος», «δυάρι», «τριάρι» κ.λπ. Αντιθέτως υπήρχε – ok όπως και τώρα – το play maker αλλά υπήρχε και το «ελ», που ήταν κάτι σαν σημερινό «δυαροτριάρι», υπήρχε σαν όρος το «τζάμπσουτ», όπως και κάποιοι παίκτες που δεν έκαναν καν τον κόπο να πηδήξουν όταν σούταραν. Και προφανώς αν κάποιος άκουγε την έκφραση «πικ εν ρολ» θα νόμιζε πως επρόκειτο για παραδοσιακό τυρί των Πυρηναίων…

Α! βεβαίως δεν υπήρχε ακόμα το τρίποντο. (Αυτό όταν το λέω στα παιδιά μου σοκάρονται – «μα πόσων χρονών είσαι ρε μπαμπά;). Κι όταν το τρίποντο πέρασε τον Ατλαντικό και έφτασε στα μέρη μας, όλοι οι κοντοί πήραμε την εκδίκησή μας και πλακωθήκαμε να σουτάρουμε από οποιαδήποτε απόσταση και υπό οποιοσδήποτε συνθήκες, κάνοντας ρετάλια τα νεύρα των υπολοίπων τής ομάδας που προσπαθούσαν να παίξουν κανονικά…

Τέλος πάντων σε μια Ελλάδα που πεινούσε για αθλητικές (και όχι μόνο) διακρίσεις το μπάσκετ εξερράγη το 1987 με την πρώτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Εθνικής Ομάδας.

Από τον τελικό με την Σοβιετική Ένωση δεν μου έχει μείνει ούτε το «εις την ν» σπάσιμο μέσης του Γκάλη ανάμεσα σε τρεις υπερσιβηρικούς Ρώσους κάτω από το καλάθι τους, ούτε η βουτιά του Γιαννάκη (αν και νομίζω ότι αυτή ήταν στον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία), ούτε οι βολές του Αργύρη Καμπούρη.

Δεν θα το πιστέψετε αλλά αυτό που μου έχει μείνει είναι η αντιδιαστολή ανάμεσα στη φάτσα του Χρήστου Σαρτζετάκη, τότε Προέδρου της Δημοκρατίας και του Ανδρέα Παπανδρέου, που κάθονταν σχεδόν δίπλα – δίπλα στις κερκίδες του γηπέδου.

Ο πρώτος κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό ελληνικό σημαιάκι το κουνούσε δεξιά -αριστερά με το ίδιο χαμογελαστό – στα όρια του χαζοχαρούμενου – βλέμμα, μονίμως καρφωμένο στο πρόσωπό του, ανεξαρτήτως της εξέλιξης του αγώνα. Είτε πετύχαινε πόντους η Ελλάδα, είτε η Σοβιετική Ένωση το βλέμμα παρέμενε απολύτως ίδιο και το χαμόγελο εντελώς απαράλλαχτο. Αμφιβάλλω αν είχε καταλάβει τι ακριβώς γινόταν εκεί πέρα. Περισσότερο θύμιζε αφασιακό παππού, βετεράνο δύο – τριών εγκεφαλικών, που τον έντυσαν και τον κουβάλησαν στους αρραβώνες της εγγονής τους, αλλά δεν έχει πάρει χαμπάρι και πολλά πράματα, οπότε απλώς χαμογελάει στους καλεσμένους.

Ο δε Αντρέας να συμμετέχει με μορφασμούς και μειδίαματα σε κάθε φάση. Να σκοτεινιάζει όταν δεχόμασταν πόντους, να πανηγυρίζει οπότε πετυχαίναμε εμείς, να ζει κανονικότατα το παιχνίδι και τελικά να μην θες να δεις τίποτα άλλο για να καταλάβεις γιατί ο Σαρτζετάκης υπήρξε ο πιο γραφικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ever και γιατί ο Αντρέας υπήρξε ο Αντρέας…

Καταλήγω πως η υπόθεση του ’87 και η ραγδαία έκρηξη της δημοφιλίας του μπάσκετ είναι παντελώς «ΠΑΣΟΚ». Νομίζω πιο «ΠΑΣΟΚ» από τόσο δεν γίνεται. Δηλαδή όπως πήρε το ΠΑΣΟΚ τον συνταξιούχο και τον αγρότη και τον έκανε νοματαίο με τις Αυτόματες Τιμαριθμικές Αναπροσαρμογές του, τις ΑΤΑ του, τις επιδοτήσεις του, τους Κοινωνικούς Τουρισμούς του, τα «Αν τα Δηλώσεις Μπορείς να τα Σώσεις» αυθαίρετα του και όλα τα κόλπα του, τα ζόρικα, έτσι πήρε και το μπάσκετ.

Το πήρε όντας άθλημα της ψιλοελίτ και ελαφρώς φλώρικο για να λέμε την αλήθεια. Άλλωστε στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ως γνωστόν, μπάσκετ έπαιζε ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης και ποδόσφαιρο ο Γιώργος Φούντας. Φαντάζεσαι να έπαιζε μπάλα ο Βουλγαρίδης και μπάσκετ ο Φούντας… ε όχι, δεν γίνονται αυτά…

Το πήρε λοιπόν κι από ευγενές σπορ «μαντάμ φλωράνς» το γύρισε στις αμερικανικές καταβολές του: λαϊκό άθλημα με λίγη αλητεία, όπως στα ημιφωτισμένα ομιχλώδη γηπεδάκια στο Μπρονξ, με συμμορίες Πορτορικάνων και Αφροαμερικανών.

Ε κι επειδή εδώ δεν είχαμε Πορτορικάνους κι Αφροαμερικάνους ο σπόρος που έριξε ο Γκάλης και πότισε ο Κίμωνας Κουλούρης κι ο Κατσιφάρας άνθισε όπου υπήρχε άφθονη «καγκουριά», όπως για παράδειγμα στη Σαλονίκη του ιστορικού σωματείου τού Άρεως και του Μπάνε Πρέλεβιτς και σε άλλους ιερούς τόπους της «καγκουριάς», όπως το Περιστέρι φερ’ ειπείν…

Με τον καιρό, γύρω από το μπάσκετ άνθισε και μια κλαδική ντοπιολαλιά. Την εισήγαγε η δημοσιογραφική κάστα των εξειδικευμένων στο άθλημα συντακτών, η μπασκετική μασονία, όπως τη λέει πια όλος ο κόσμος. Άνθρωποι που ζουν από το μπάσκετ και για αυτό αγωνιούν να μας πείσουν πως πρόκειται για το σημαντικότερο άθλημα του πλανήτη, αν και κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από καμία επίσημη ή ανεπίσημη πηγή. Ακόμα και στην Αμερική του ΝΒΑ, το μπάσκετ δεν είναι το δημοφιλέστερο σπορ. Δεν είναι καν το δεύτερο πιο δημοφιλές. Βρίσκεται στην τρίτη θέση πίσω από το αμερικάνικο ποδόσφαιρο και το μπέιζμπολ και μπροστά από το χόκεϊ στον πάγο και το ποδόσφαιρο.

Δεν συζητάμε για την Ευρώπη, που δεν απασχολεί σοβαρά πάνω από 8-10 χώρες, τη Νότια Αμερική που αν εξαιρέσεις Αργεντινή και Βραζιλία, βρίσκεται ακόμα σε πολύ στοιχειώδες επίπεδο και τον υπόλοιπο κόσμο που απλώς κάτι έχει ακούσει για αυτό το άθλημα.

Η μπασκετική δημοσιογραφική μασονία λοιπόν μας έφερε και την αργκό του αθλήματος. Έναν αχταρμά προφορικού «greeklish» με εκφράσεις όπως «το χαμηλό ποστ» ή «το κλείσιμο του δεξιού ντράιβ», «η μπάκντορ πάσα», «το χετζάουτ» και πάει λέγοντας… Τώρα όπως έλεγε κι ο μέγας Μάρλον Μπράντο ως Βίτο Κορλεόνε στον Νονό: «εγώ δεν κρίνω ποτέ τι κάνει ένας άντρας για να βγάλει το ψωμί της φαμίλιας του», άρα είμαι έτοιμος να δικαιολογήσω τον κάθε έγκριτο μπασκετικό δημοσιογράφο για την ορολογία του, αλλά, πείτε μου με το χέρι στην καρδιά: δεν σας φαίνεται φαιδρό όλο αυτό;

Τόσο πολύ μάλιστα εξαπλώθηκε αυτή η φαιδρότητα που έβλεπα σε ανύποπτο χρόνο κάτι απίθανους μπασκετικούς, παίκτες, προπονητές κ.λπ. να μιλούν ελληνικά με αμερικάνικη προφορά. Στην αρχή πίστευα πως επρόκειτο για κάποιους από τους πολλούς ομογενείς (ή και μη ομογενείς) που ήρθαν από τις προηγμένες μπασκετικά ΗΠΑ για να κάνουν καριέρα στην Ελλάδα. Σαν τον «Νικ Γκάλης» για παράδειγμα ή τον Στηβ Γιατζόγλου, που παρά τις εκατοντάδες εμφανίσεις τους με τα χρώματα της εθνικής ομάδας, δεν έχουν καταφέρει ακόμα να μιλήσουν ελληνικά με ελληνική προφορά.

Μέχρι που μια φορά άκουσα τον Κώστα τον Μίσσα ως προπονητή να σχολιάζει ένα ματς στο οποίο μόλις είχε κερδίσει η ομάδα του, λέγοντας «τα παιδιά έβγαλαν ενέργεια στο παρκέ…» και κάτι άλλες τέτοιες παπάτζες, με αξάν Κώστα Χατζηχρήστου σε ταινία που κάνει τον ομογενή από το Τσικάγκο με καμπόικο καπέλο…

Προς στιγμήν κόλλησα. Κοίταξα καλύτερα στην τηλεόραση γιατί δεν πίστευα στ’ αυτιά και στα μάτια μου και απόρησα: μα ο Μίσσας από τη Νέα Σμύρνη δεν είναι; Γιατί μιλάει σαν να ήρθε από το Ουισκόνσιν…;

Τέλος πάντων, αν τα παραβλέψεις όλα αυτά, το μπασκετάκι είναι ένα συμπαθητικό άθλημα. Ειδικά όταν παίζεις. Μ’ αρέσει ακόμα να παίζω αν και το κάνω όλο και πιο σπάνια. Ρίχνω που και που κανένα σουτάκι σε ένα γηπεδάκι που βρίσκεται απέναντι από το σχολείο των παιδιών, όση ώρα τα περιμένω να σχολάσουν. Όμως αν είχα την ευκαιρία θα έπαιζα συχνότερα.

Αυτό που δυσανέχομαι πια είναι να βλέπω μπάσκετ. Νομίζω πως γι αυτό φταίει η τροπή που του έχουν δώσει τα τελευταία χρόνια. Η γνώμη μου είναι πως οι μεγάλοι οργανισμοί τού αθλήματος (FIBA, NBA, Ευρωλίγκα) ενδιαφέρονται πια κυρίως για τη μετατροπή του αθλήματος σε σόου. Προφανώς για να πουλάνε σόου και να κονομάνε.

Οπότε, σαν θεατής, μπάσκετ βλέπω μόνο με μια προϋπόθεση: να παίζει ο Ολυμπιακός στον τελικό της Ευρωλίγκας ή στο τελικό του πρωταθλήματος, άντε άμα δεν έχω τι να κάνω και στον τελικό του Κυπέλλου. Αλλά όταν λέμε βλέπω, μην τρελαθούμε κιόλας, εννοώ ότι βλέπω τα τελευταία πέντε λεπτά.

Οι προϋποθέσεις μάλιστα αυτές είναι αναγκαίες, αλλά όχι ικανές. Πρέπει να παίζει οπωσδήποτε ο Ολυμπιακός, πρέπει να είναι τελικός και πρέπει να βρίσκεται το ματς στα τελευταία πέντε λεπτά. Και πάλι όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα το δω.

Πάντως για ποιον λόγο παίζουν τα προηγούμενα 35 λεπτά δεν το κατάλαβα ποτέ. Αφού και 20 πόντους να κερδίζει μια ομάδα στο πρώτο ημίχρονο, κλάιν μάιν… στο τέλος το χάνει και εύκολα κιόλας.

Ειδικά αυτό το πράγμα στο τελευταίο λεπτό με τα φάουλ και κόντρα φάουλ και πάρε τάιμ άουτ και φέρε on field review και το ματς να μην τελειώνει ποτέ, εντάξει…κουράσατε ρε γκάις…

Δεν ξέρω σε ποιους θεατές μπορεί να αρέσει όλο αυτό. Ίσως σε ανθρώπους που ζητούν απεγνωσμένα μια ένεση αδρεναλίνης στη ζωή τους. Αν ας πούμε δουλεύεις στο πρωτόκολλο του Δήμου Ελασσόνας ή εισπράκτορας στα πλευρικά διόδια Ανεμοράχης και ξέρεις ότι μέσα στη μέρα σου το συντριπτικά πιθανότερο είναι να συμβεί μηδέν, ουδέν και τίποτα, τότε ναι, ίσως χρειάζεσαι την αγωνία ενός αγώνα που δεν τελειώνει ποτέ …

Σήμερα, 47 χρόνια από το θρίαμβο του 1987, παίζει ο Ολυμπιακός με τον Άκτωρα στον τελευταίο τελικό του πρωταθλήματος. Αν κερδίσουμε θα με πάρει ο μεγάλος μου γιος πανηγυρίζοντας να μου το θυμίσει, θα χαζέψω για ένα λεπτό τις εικόνες από το ματς κι ύστερα θα γυρίσω κανάλι, διότι απόψε ξεκινάει το Γιούρο κι έχουμε να δούμε μπάλα!

Χρόνια πολλά σε όλους τους μπασκετικούς φίλους μας λοιπόν!!!

Σχολιάστε