Ζαν-Μαρκ Μαντοζιό – Το τέλος του ανθρώπινου είδους;

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του J.-M. Mandosio, «Fin du genre humain?». Πρόκειται για το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου του συγγραφέα, Après l’effondrement. Notes sur l’utopie néotechnologique [Μετά την κατάρρευση. Σημειώσεις για τη νεοτεχνολογική ουτοπία], Παρίσι, Editions de l’Éncyclopédie des
Nuisances, 2000, σε μετάφραση του Νίκου Μάλλιαρη – Πηγή : Περιοδικό Πρόταγμα, τεύχος 6 – Δεκέμβριος 2013

«Μέσα στα πλαίσια της γενικής καταστροφής όλων των συνθηκών που θα μπορούσαν να κάνουν επιτέλους δυνατή, για τα άτομα που αποτελούν την ανθρωπότητα, μια ζωή άξια να τη ζει κανείς, η νεοτεχνολογία συνιστά ταυτόχρονα φορέα και επιταχυντή μιας τετραπλής διαδικασίας κατάρρευσης: 1ον του χρόνου ή της διάρκειας, προς όφελος ενός αιώνιου παρόντος・ 2ον του χώρου, προς όφελος μιας ψευδαίσθησης πανταχού παρουσίας・ 3ον του λόγου [raison], ο οποίος συγχέεται πλέον με την υπολογιστική ικανότητα・ 4ον της ίδιας, τελικά, της ιδέας της ανθρωπότητας.

Εντούτοις καμιά από τις πτυχές αυτής της τετραπλής διαδικασίας δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στη νεοτεχνολογία, καθώς η τελευταία απλώς πραγματοποιεί τις υποσχέσεις της τεχνολογικής εποχής 1.

Ας δούμε λίγο λεπτομερέστερα με ποιόν τρόπο.

≪Ζήσε τη στιγμή≫: αυτό το μήνυμα που ανάρτησε υπό μορφή φωτεινής επιγραφής η Coca-Cola, το καλοκαίρι του 2000, σε όλα τα μηχανήματα αυτόματης πώλησης αναψυκτικών στους σταθμούς του παρισινού μετρό, συνιστά την πραγματική επιταγή της εποχής μας. Πρόκειται για κατά λέξη μετάφραση (ακούσια, δίχως αμφιβολία) του carpe diem 2 του Οράτιου, κατ’ εξοχήν κλασικής αναφοράς, που μας παραπέμπει σε μια εποχή όπου οι μαθητές, ≪θρεμμένοι με ελληνικά και λατινικά, πέθαιναν της πείνας≫3. Αυτό όμως που αρχικά αποτελούσε τη βάση της συμβουλής ενός επικούρειου ποιητή προς τους πλούσιους εμπόρους και τους μορφωμένους Ρωμαίους της εποχής του, έχει πλέον μετατραπεί σε μια επιδέξια σαδιστική προσταγή: πώς θα μπορούσαν οι χλομιασμένοι νεκροζώντανοι που περιφέρονται αγκομαχώντας στους διαδρόμους του παρισινού μετρό μες στον Αύγουστο να «ζήσουν» οτιδήποτε; Το μόνο που περιμένουμε από αυτούς είναι η αγοραστική τους ορμή. Το συγκεκριμένο σύνθημα συμπυκνώνει απόλυτα το πνεύμα μιας εποχής κατά την οποία οι μπουχτισμένοι σκλάβοι της υπερνεοτερικότητας φτάνουν στα άκρα -οδηγώντας αντίθετα στον αυτοκινητόδρομο για παράδειγμα-, σε αναζήτηση του εκστατικού crash που θα τους επιτρέψει εν τέλει να νιώσουν πως υπάρχουν. Ο πολλαπλασιασμός των παροξυστικών καταστάσεων και των «επικίνδυνων» συμπεριφορών, από τα gang bang.4 ως το μπάντζι τζάμπινγκ, από την κατανάλωση ηρωίνης ή κρακ στις καταστάσεις παρατεταμένης αϋπνίας -για μέρες ολόκληρες, χάρις στις αμφεταμίνες-, συνιστά κυριολεκτική εφαρμογή του περίφημου υποκειμενίστικου συνθήματος: «Ζήσε δίχως νεκρό χρόνο, απόλαυσε δίχως φραγμούς».5.

Όμως «να ζούμε τη στιγμή» σημαίνει επίσης να βυθιζόμαστε στον ρου της στιγμιαίας επικοινωνίας σε «πραγματικό χρόνο» με τη μεσολάβηση διασυνδεδεμένων υπολογιστών. Ό,τι δεν παίρνει μέρος σε αυτό το διαρκές happening, όπου τα «φόρουμ συζητήσεων» διαδέχονται τα personal reality shows υπό συνεχή βιντεοσκόπηση, θεωρείται ως μη γενόμενο. Όντας πλέον «διαδραστικοί», οι θεατές καλούνται να διασκεδάσουν με την ίδια τους την αλλοτρίωση. (Εξού και το κεντρικό σύνθημα μιας πρόσφατης καμπάνιας ενάντια στην τηλεόραση και υπέρ του διαδικτύου: «γίνετε οι ηθοποιοί της ίδιας σας της ζωής».)

Η κατάρρευση του χρόνου συνοδεύεται, προφανώς, από αυτήν της μνήμης (όσες τσίχλες κι αν μασήσουμε!9). Με σημείο αναφοράς τον πραγματικό χρόνο, ένας χρόνος έχει γίνει πλέον ολόκληρος αιώνας. Μας χρειάζεται, πλέον, η προσφυγή στις υπηρεσίες ενός επαγγελματία ιστορικού για να θυμηθούμε με τι έμοιαζε ο κόσμος πριν από έξι μήνες, τη στιγμή που ο προκάτοχός του των προηγούμενων δεκαετιών χάνεται στην ομίχλη ενός οιονεί θρυλικού παρελθόντος:

«Συνεπώς το εγκυκλοπαιδικό λεξικό τσέπης Petit Larousse του 1979 είναι ο μοναδικός μάρτυρας μιας περασμένης εποχής, ενός τεχνολογικού Μεσαίωνα ανησυχητικά κοντινού σε εμάς, οπότε και υπήρχαν ακόμη τηλεφωνικοί θάλαμοι (που λειτουργούσαν μάλιστα με κέρματα κι όχι με τηλεκάρτα), στενοδακτυλογράφοι και συσκευές τηλεόρασης δίχως τηλεχειριστήριο, τα προγράμματα των οποίων τελείωναν όλα στις 11 το βράδυ» (A. Le Diberder, Histoire d’@. L’abécédaire du cyber, Παρίσι, La Découverte, 2000)

Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένας τομέας όπου η συντομία λογίζεται περισσότερο ως μειονέκτημα παρά ως πλεονέκτημα: η διάρκεια της ζωής.

Ο θάνατος δεν αποτελεί πλέον φυσικό τέλος της ζωής, αλλά ένα σκάνδαλο, μια παραβίαση κάποιου είδους «δικαιώματος» των ανθρώπινων όντων σε μια ζωή όσο το δυνατόν πιο μακροσκελή. Ο πρώτος τυχαίος ηλίθιος –εν προκειμένω κάποιος Danny Hills, ειδικός της «τεχνητής νοημοσύνης» και ιδρυτικό μέλος της Thinking Machines Corporation- μπορεί να διακηρύττει με ενθουσιασμό: «αγαπώ το σώμα μου, όπως όλος ο κόσμος, αλλά αν ένα σώμα από σιλικόνη μου επέτρεπε να ζήσω μέχρι τα διακόσια, θα έλεγα ναι».

1d5e2dab9d11488aa0df9161368a8a2c

(…) Η κατάρρευση του χρόνου είναι στενά συνδεδεμένη με την αντίστοιχη του χώρου. Η εξουδετέρωση των αποστάσεων μέσω της μείωσης της διάρκειας των ταξιδιών και της σχεδόν στιγμιαίας επικοινωνίας διαμέσου του διαδικτύου προκαλεί μια εντελώς απατηλή εντύπωση πανταχού παρουσίας. Προφανώς αυτή που καταργείται δεν είναι η πραγματική απόσταση αλλά η αναπαράστασή της: η υποκειμενική εμπειρία της απόστασης υφίσταται, όπως κι εκείνη της διάρκειας, ένα είδος συστολής.

Χρησιμοποιώντας μια άλλη διατύπωση, θα λέγαμε πως αποκτούμε την αίσθηση ότι είμαστε παντού την ίδια στιγμή, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαστε πια πουθενά. Απαιτούνται όμως ορισμένες υλικές συνθήκες προκειμένου να λάβει χώρα αυτή η συστολή και ο «πραγματικός χρόνος», να καταστεί ίδιος για όλους, σε όλα τα μέρη της υδρογείου: επέκταση του βιομηχανικού συστήματος σε όλες τις κοινωνίες, ενοποίηση του πλανήτη με ομοιογενή δίκτυα μεταφορών και επικοινωνίας, ομογενοποίηση των τρόπων ζωής (κινέζικα ρεστοράν στο Παρίσι, πιτσαρίες στη Χαβάη, McDonalds στο Πεκίνο) –με την παράλληλη τεχνητή διατήρηση ποικίλων βιολογικών και πολιτιστικών δρυμών. Έτσι όμως προκύπτει ένα παράδοξο: οι σχετικά κοντινές περιοχές, που δεν εξυπηρετούνται όμως από τις εναέριες γραμμές, τα μεγάλα δίκτυα αυτοκινητοδρόμων και τα τρένα υψηλής ταχύτητας, καταλήγουν να είναι πολύ πιο απομακρυσμένες από περιοχές οι οποίες είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο μακρινές. Έτσι η συστολή του χώρου συνοδεύεται από την αποδιοργάνωσή του.

Αυτό το παράδοξο, που πρωτοεμφανίζεται τον 19ο αιώνα με την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών, αποτελεί ισχυρό παράγοντα ερημοποίησης των μη εξυπηρετούμενων περιοχών αλλά και συγκέντρωσης γύρω από τους βασικούς «κόμβους» της επικοινωνίας. Η ανάπτυξη των αερογραμμών και των τρένων υψηλής ταχύτητας απλώς ενδυνάμωσε αυτή την τάση.

Αντίθετα, η αντίστοιχη του διαδικτύου τείνει να ευνοεί μια σχετική αποκέντρωση: βλέπουμε πλέον ανθρώπους που εγκαθίστανται μακριά από τις πόλεις, παραμένοντας όμως την ίδια στιγμή «συνδεδεμένοι». Πρόκειται ωστόσο ακριβώς γι’ αυτό που τους εμποδίζει να «ζήσουν στην εξοχή», εφόσον αυτή μετατρέπεται σε πρασινισμένο προάστιο της νεοτεχνολογίας. Με αυτόν τον τρόπο το διαδίκτυο διογκώνει την αίσθηση που έχουν οι χρήστες του ότι το πιο μακρινό είναι ταυτόχρονα και το πιο κοντινό.

(…) Η αποδιοργάνωση του χώρου επιφέρει και την αποδιοργάνωση του υποκειμένου, εφόσον ο χώρος είναι μαζί με το χρόνο μια a priori μορφή της εμπειρικής μας αντίληψης: όχι ένα αντικείμενο που αντιλαμβανόμαστε, αλλά το ίδιο το πλαίσιο της αντίληψής μας, το σύνολο των συντεταγμένων εντός των οποίων συγκροτείται η αισθητή μας εμπειρία (όπως έλεγε ο Καντ, ο χώρος είναι «η μόνη υποκειμενική προϋπόθεση της αισθητής εμπειρίας χάρις στην οποία μας είναι δυνατό να έχουμε μια αντίληψη του εξωτερικού κόσμου»). Μέσα σε ένα χώρο θρυμματισμένο στο έπακρο, ο οποίος στερείται σημείων αναφοράς κι έχει παράδοξες ιδιότητες, η συνείδηση του υποκειμένου καθίσταται κι αυτή θρυμματισμένη και σχιζοφρενική. Θα μπορούσαμε με αυτόν τον τρόπο να εξηγήσουμε μέσω της ψυχογεωγραφίας, έστω σε έναν βαθμό, τη σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση μανιακών δολοφόνων και γενικότερα αυτοκαταστροφικών και παρεκκλινουσών συμπεριφορών σε όλα τα σημεία του πλανήτη.

  1. Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας ορίζει ως εξής τη σχέση μεταξύ τεχνολογικής εποχής και νεοτεχνο-
    λογίας: «Η τεχνολογία μας οδήγησε σχεδόν ανεπαίσθητα στη νεοτεχνολογία. Η νεοτεχνολο-
    γία είναι μια μεταμόρφωση της τεχνολογίας, που θεμελιώνεται (σε ιδεολογικό επίπεδο) στην
    πληροφορική και (σε πρακτικό επίπεδο) στη μαθηματική θεωρία της επικοινωνίας. Στηρίζεται
    στην κωδικοποίηση των πληροφοριών σε ψηφιακή μορφή κι έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό
    το γεγονός πως δεν αποτελεί μέσο για κανέναν άλλο σκοπό πέραν του ίδιου της του εαυτού:
    η “μετάδοση πληροφοριών” για την οποία πρόκειται δεν είναι μετάδοση κάποιου πράγματος,
    αλλά μετάδοση της μετάδοσης –επιβεβαίωση ότι υφίσταται μια διαδικασία μετάδοσης, ότι
    υπάρχει ένας πομπός κι ένας δέκτης, δίχως άλλο σκοπό έξω από το να “επικοινωνούν”. […]
    Με τον όρο νεοτεχνολογία εννοούμε: 1) ένα οικονομικό και τεχνικό σύστημα, αυτό των
    “νέων τεχνολογιών [επικοινωνίας]”, με την παραγωγική του διαδικασία, τις υποδομές του
    (τις “λεωφόρους της επικοινωνίας”), το σύμπαν των συσκευών του (μικροεπεξεργαστές και
    λογισμικά) και τις αγορές του (το κοινό στο οποίο στοχεύει, δηλαδή όλο τον κόσμο)· 2) την
    ιδεολογία που είναι αδιαχώριστη από αυτό το σύστημα, η οποία προηγήθηκε, το γέννησε και
    θρέφεται, με τη σειρά της, από τους καρπούς της περαιτέρω εξέλιξής του» (J.-M. Mandosio,
    «Le conditionnement néotechnologique», «Avant-Propos», Après l’effondrement…, ό. π., σ. 133, 10).
  2. Σ.τ.μ.: Άδραξε τη μέρα στα λατινικά. Φράση από τον τελευταίο στίχο του εντέκατου
    ποιήματος του πρώτου βιβλίου των Οδών του Οράτιου (23 π.Χ.).
  3. Σ.τ.μ.: Αναφορά στην περίφημη αφιέρωση που ο Κομμουνάρος συγγραφέας και σοσιαλιστής
    επαναστάτης, Jules Vallès προτάσσει στον δεύτερο τόμο της αυτοβιογραφικής μυθιστορηματικής
    του τριλογίας, Jacques Vingtras, με τίτλο Le Bachelier (1881). Εκεί ο συγγραφέας διηγείται, μεταξύ
    άλλων, τις δυσκολίες του να πάρει το απολυτήριό του και να γίνει δεκτός στη Φιλοσοφική Σχολή
    .
  4. Σ.τ.μ.: ομαδικό σεξ, «παρτούζα» στην πορνογραφική αργκό.
  5. Σ.τ.μ.: περίφημο καταστασιακό σύνθημα της δεκαετίας του ’60, που έγινε διάσημο κατά τη διάρκεια του Μάη του ’68. Φιγουράρει στην κατακλείδα της καταστασιακής μπροσούρας (γραμμένης από τον Μουσταφά Καγιατί), «Για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων» (1966 –ελληνική μετάφραση από τις εκδ. Ελεύθερος Τύπος).

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s