
Σπύρος Παπαγιαννόπουλος
Αν και γνωστός σοκολατάκιας μόλις αντίκρισα αυτόν τον τύπο παγωτού με πλημμύρισε μια νοσταλγία στη θύμηση των παιδικών ανέμελων χρόνων και γλυκών απολαύσεων,ειδικά από την ζωή στην Καλλιθέα με την οποία έχω συνδέσει αυτό το παγωτό και κυρίως από το σό’ι’ της μητέρας μου τους Καλφαμανώληδες.
Χαροκοπιώτες ζούσαμε όλοι κοντά και είχαμε συχνή επαφή.Κι ας ήταν δύσκολες εποχές,όλοι είχαν κάποιο όνειρο,τότε έμοιαζε πως ο κόσμος οδεύει σε κάτι καλύτερο αλλά φευ…Πόση δύναμη έχει η μνήμη της γεύσης,στην πρώτη κρύα επαφή με την βανίλια ζεστές εικόνες αναδύθηκαν από τα βάθη του μυαλού μου.Είναι το πρώτο παγωτό που θυμάμαι,διαφορετική μάρκα βέβαια,εκτός των πλανόδιων με το ποδήλατο και την καρότσα μπροστά που τρέχαμε να μας γεμίσουν το κυπελλάκι η το χωνάκι μόλις εμφανιζόντουσαν,από το παγωτό που έφτιαχναν οι ίδιοι.
Ετσι με την πρώτη μπουκιά βρέθηκα στο παρκάκι Θησέως και Χαροκόπου γωνία όπου έπαιζα απέναντι από το κρεοπωλείο του παππού του μπάρμπα Γιώργη,στη γωνία το ζαχαροπλαστείο που καθόμασταν με την γιαγιά την Λουλού την Σμυρνιά Θεά του σογιού για γαλακτομπούρεκο η σοκολατίνα μόλις έπιανε να βραδιάζει, πόσα ονόματα μου ήρθαν στο μυαλό από τα τότε στέκια,του Μαχαίρα,του Κελέφα,το Μικρόν Αριστον,το καφενείο που σύχναζε ο παππούς και ο θείος Νίκος που με τα χρόνια κατάλαβα πως είχαμε το ίδιο χούι μπορούσαμε να είμαστε πανευτυχείς με τα πιό λιτά και απλά πράγματα..,ο περιπτεράς με την bmw με την καρότσα ο κυρ Αλέκος νομίζω,η κυρ Βασίλης ;..άλλη μπουκιά να’μαι στου Νότη το ψιλικατζίδικο που έμπαινες και σου έσπαγε τη μύτη η μυρωδιά από τα φυστίκια τον πασατέμπο και τους ηλιόσπορους,η σέσουλα που γέμιζε τα χάρτινα σακουλάκια και η ζυγαριά με τα ‘κοκοράκια’ που έπρεπε να βάλειςτα σωστά βαράκια για να ευθυγραμμιστούν τα ράμφη τους,λίγη βανίλια ακόμα και περνάω απέναντι μέχρι το Κρυστάλ το σινεμά και δίπλα του το καλύτερο σουβλάκι όλων των εποχών από τον Τσίτσο με την ζωγραφιά στον τοίχο τον Φράνκο και τον Τσίτσο που έλεγε Τσίτσοοοο το λιμάνι φεύγει..είχαμε δει την ταινία στο Κρυστάλ.

Πιό κάτω το Ερμείον το παντοπωλείο που πήγαινα με την θεία Εύχαρις για ψώνια,να κι ο Δούμουρας,να και ο Περδίκης και φυσικά ο Τσακανίκας με την καλύτερη φέτα επίσης όλων των εποχών και το χύμα γιαούρτι..τα καλύτερα είχε γευτεί αυτός ο ουρανίσκος που τώρα γευόταν το παγωτάκι,να και ο Στελάρας ο άλλος Θείος που έπαιρνε το σόλεξ και κατέβαινε στις Τζιτζιφιές,το στήριζε στην μάντρα και σκαρφάλωνε ίσα να ξεμυτίσει πάνω από αυτή για να δεί τον Τσιτσάνη,ο μικρός αδελφός της μητέραςμου που τον είχαν για κούκλα-παιχνίδι και τον φυλούσαν με την Μπέμπα την νονά όσο έλειπαν ο παππούς με την γιαγιά στο κρεοπωλείο..μπουκιά και όχι άλλο κάρβουνο να φωνάζει ο Κούρκουλος στην ταράτσα του Τροπικάλ παρέα με την Λουλού,σάμαλι-παστέλι-κωκ,λεμονάδες-πορτοκαλάδες-μπυράααααλ έβγαινε ο μαγικός δίσκος στα διαλλείματα,μ’αυτά και μ’αυτά τέλειωσε το παγωτό και έμεινε μόνο το ξυλάκι,αυτό στο τέλος της απόλαυσης το γλύφαμε καλά καλά και μετά φτιάχναμε χειροτεχνίες, διπλάνα, σχεδίες,σπιτάκια..εγώ έφτιαξα ένα οχυρό της δύσης για τα στρατιωτάκια μου,βόρειοι και νότιοι, καουμπό’υ’δες και ινδιάνοι,όλο το χαρτζιλίκι μου εκεί πήγαινε,5 δραχμές οι πεζοί 10 ή 15 οι καβαλάρηδες,νομίζω ήταν της airfix από την οποία αργότερα μάζεψα και όλα τα κιτ με τα μικρά στρατιωτάκια (1/72) όλων των ιστορικών εποχών.
Είχα και κάτι πανάκριβους ιππείς των 40 και 50 δραχμών που μου έφερνε η θεία μου η Καιτούλα η αγαπημένη όποτε ερχόταν επίσκεψη. Καουμπόηδες και ινδιάνοι.Τα άλλα που αγόραζα εγώ θυμάμαι που έβγαινε η μέση τους για να στρίβουν,όπως το κεφάλι το καπέλο και οι παλάμες με τις τρύπες όπου έβαζα το κολτ η το σπαθί η το τσεκούρι ανάλογα με την φιγούρα..μακάρι να είχαν σωθεί μερικά να τα είχα ακόμα.. Μπας σε καλό μου,τόση θαλπωρή στα σωθικά και το μυαλό από ένα τόσο απλό παγωτό…
