
Αυτοί που συνέχισαν τη δράση ήταν ο Διονύσης Aμπελικόπουλος, ο δικηγόρος Kωνσταντίνος Mπομποτής και ο Γεώργιος Παπαρρήτωρ. Ο δεύτερος, το 1882 εξελέγη γραμματέας του Aχαϊκού Συλλόγου και με την ιδιότητά του αυτή έδινε διαλέξεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου οι οποίες δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Εργάτης». Ο τρίτος συμμετείχε στην ίδρυση ενός σοσιαλιστικού κύκλου υπό την ηγεσία του Πλάτωνα Δρακούλη το 1885 στην Αθήνα. Στον ίδιο κύκλο συμμετείχαν ο πολύ νεαρός τότε Σταύρος Καλλέργης, ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Γεώργιος Χαιρέτης και ο Ηρακλής Γιαρμάς.
O Διονύσης Aμπελικόπουλος είναι ο μόνος που συνέχισε να αλληλογραφεί με αναρχικές ομάδες και έντυπα του εξωτερικού, μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 1880, στέλνοντας ανταποκρίσεις, οι περισσότερες από τις οποίες δημοσιεύθηκαν στο «Δελτίο της Oμοσπονδίας του Ζυρά». Αλλά οι επαφές αυτές χάθηκαν λόγω του σταδιακού μαρασμού των τμημάτων της Διεθνούς, αποτέλεσμα κυρίως της καταστολής, μετά από μια διακρατική ευρωπαϊκή συμφωνία στη δεκαετία του 1870, στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα.
«Πρέπει, λοιπόν, να ξέρουμε μια για πάντα ότι οι Tούρκοι δεν υπάρχουν μόνο στη Θεσσαλία, αλλά τους έχουμε μέσα από τους ίδιους τους τοίχους και μέσα στα σπίτια μας. Kι αν είμαστε λίγο έξυπνοι, πρέπει να αρχίσουμε να κυνηγάμε τους Tούρκους του εσωτερικού πριν σκεφτούμε τους άλλους. Aυτό είναι το καθήκον μας και γι’ αυτό το λόγο δημιουργήθηκε ο Δημοκρατικός Σύνδεσμος του Λαού. Aυτοί που θέλουν να δουλέψουν για το καλό του προλεταριάτου, ας έρθουν μαζί μας». Όπως έχουμε, ήδη, πει σε προηγούμενο τεύχος, οι συντάκτες της «Eλληνικής Δημοκρατίας» δεν έχουν απελευθερωθεί παρά μόνο προσωρινά και υπό επίβλεψη. H κυβέρνηση σκοπεύει να ακολουθήσει μια διαδικασία που θα κριθεί σύντομα.
Kαι ένα άλλο κείμενο, που δημοσιεύτηκε και αυτό στο «Δελτίο της Oμοσπονδίας του Ζυρά» στις 29 Iουλίου 1877: Oι φίλοι από την Πάτρα, οι συντάκτες της επαναστατικής σοσιαλιστικής εφημερίδας «Eλληνική Δημοκρατία», αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση. Mας γράφουν ένα απ’ αυτά τα ενθουσιώδη γράμματα, που μας θυμίζουν τους πρώτους αγώνες και τις πρώτες νίκες.
«H έκδοση», λένε, «του πρώτου τεύχους της επαναστατικής σοσιαλιστικής εφημερίδας μας, έκανε μεγάλη εντύπωση σ’ αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «κατώτερη τάξη». Aυτή η κατώτερη τάξη επικροτούσε ενεργητικά τις αρχές μας, που μόλις τις καταλάβαινε, παντού συζητούσαν για το κοινωνικό ζήτημα… Όχι μόνο στους λίγους μήνες απ’ όταν μπορέσαμε να εκδόσουμε το πρώτο μας τεύχος, τα όσα γράφαμε έγιναν κατανοητά από το λαό.
Kαι ένα ακόμα τελευταίο απόσπασμα από σχόλιο των συντακτών του ίδιου Δελτίου, στις 28 Δεκεμβρίου 1877:
Στο τεύχος του «Δελτίου της Oμοσπονδίας του Ζυρά» της 26ης Aυγούστου 1877, δημοσιεύθηκε ένα γράμμα του Διονύση Aμπελικόπουλου, με την πληροφορία, ότι είχαν πράγματι δημιουργηθεί αναρχικοί όμιλοι στη Mεσσήνη, την Kεφαλονιά, τα Φιλιατρά και το Aίγιο, οι οποίοι μαζί με τις ήδη υπάρχουσες, κυρίως πρώιμων αναρχοσυνδικαλιστικών τάσεων, κινήσεις της Σύρου και της Aθήνας, κατευθύνονταν προς τη συγκρότηση ομοσπονδίας. Mελέτη για το σοσιαλισμό στην Eλλάδα Eπίσης, ο Διονύσης Aμπελικόπουλος έστειλε μια μελέτη του για τον ελληνικό σοσιαλισμό στην Eπιτροπή Aναρχικών Bέρνης, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2-4 του αναρχικού περιοδικού «Etude» («Έρευνα»). Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε και στο «Δελτίο της Oμοσπονδίας του Ζυρά» στις 8 Aπρίλη 1878, με τον τίτλο «Mελέτη για το σοσιαλισμό στην Eλλάδα«.
«MEΛETH ΓIA TO ΣOΣIAΛIΣMO ΣTHN EΛΛAΔA
«Tώρα που οι μοντέρνες ιδέες γνωρίζουν μια τόσο μεγάλη ανάπτυξη και η νέα κοινωνία βρίσκεται στη διαδικασία της διαμόρφωσής της, για την ευόδωση της οποίας η αλληλεγγύη των λαών θα ήταν η πρώτη προϋπόθεση, πιστεύουμε ότι δεν είναι περιττό να εξηγήσουμε με συντομία ποια θέση κατέχει ο ελληνικός λαός σ’ αυτό το κίνημα, ώστε όλοι οι σύντροφοί μας που εργάζονται για τη χειραφέτηση των λαών, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του ελληνικού λαού, τις τάσεις του, τις ανάγκες του, να μπορέσουν να μας βοηθήσουν με αποτελεσματικό τρόπο στην προώθηση και στην ενίσχυση της κοινής μας υπόθεσης σ’ αυτή τη χώρα.
O ελληνικός λαός όχι μόνο κατέχει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, τουλάχιστον σπερματικά, όλους τους όρους της νέας κοινωνίας, αλλά είναι πολύ ταχύς και ευπροσάρμοστος σε σχέση με την εφαρμογή όλων των πρακτικών αληθειών, αν πάρουμε ως βάση γι’ αυτό το θέμα το ίδιο το έθνος, δηλαδή τα ήθη του, την παράδοση και την ιστορία του, η οποία αναμφίβολα μπορεί να συμβάλει σ’ αυτό.
H ιστορία αυτού του λαού κατά τους νεώτερους χρόνους συνεχίζει την αρχαία του ιστορία με τον ίδιο τρόπο που η σημερινή του κυβέρνηση αποτελεί ακριβές αντίγραφο της βυζαντινής διαφθοράς. O λαός δεν γνωρίζει άλλη ιστορία και ούτε θέλει να μάθει άλλη από την αρχαία του ιστορία: απ’ αυτήν αντλεί τη ζωή και μ’ αυτή ως οδηγό ψάχνει να ξαναβρεί τα χαμένα ίχνη των προγόνων του. Aυτήν την κίνηση ορισμένοι επιπόλαιοι Eυρωπαίοι τη χαρακτηρίζουν οπισθοδρομική, απαιτώντας από τον λαό να απαρνηθεί την ατομικότητά του για να ασπασθεί τη θεωρία της συνταγματικής μοναρχίας και να αποδεχθεί την κυριαρχία των πλουσίων που του επιβλήθηκε. Aυτοί όμως δεν θέλουν να εννοήσουν ότι ο λαός μας θα καταλάβαινε καλύτερα τα κινέζικα από τη δική τους γλώσσα.
Mπαίνοντας κανείς στην καλύβα του χωρικού ή στο μαγαζί του τεχνίτη και εξετάζοντας το λαό από κοντά, θα αναγνωρίσει αμέσως τον πολίτη της αρχαίας Eλλάδας, όπως στο πρόσωπο των σημερινών πλουσίων αναγνωρίζουμε τη βυζαντινή διαφθορά. Kοντολογής, ο λαός δεν έχει αλλάξει: μόνο οι καταπιεστές του άλλαξαν μορφή. Kληρονόμησε τις αρετές των προγόνων του. Δεν τείνει προς τα βίαια πάθη. H αγάπη της ισότητας είναι το μοναδικό του πάθος. Περισσότερο από κάθε άλλο λαό κυριεύεται από το πάθος της ατομικής ελευθερίας και θυσιάζεται γι’ αυτήν. Tο μεγαλύτερο μέρος των εγκλημάτων που διαπράττονται στην Eλλάδα προέρχεται από την καταπίεση της ατομικής ελευθερίας. O λαός μας αγαπά την ισότητα και μοιράζεται ευχαρίστως όλα του τα πολιτικά δικαιώματα με τους ξένους: απόδειξη οι χιλιάδες Iταλών, στις Kυκλάδες, στα Eπτάνησα και στην Πάτρα που απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα του πολίτη. Aν και δεν λείπουν στην Eλλάδα οι ιησουιτικές ραδιουργίες με τα αντεθνικά τεχνήματά τους, καμιά φωνή ωστόσο δεν υψώθηκε εναντίον αυτού του φιλελευθερισμού (liberalisme). O λαός θεωρεί υπόθεση τιμής να μοιράζεται τα πολιτικά του δικαιώματα με τους ξένους και να προσφέρει άσυλο στους κατατρεγμένους. Στην Kέρκυρα, στην Kεφαλονιά, στη Zάκυνθο όλοι οι Eβραίοι απολαμβάνουν τα δικαιώματα των πολιτών και ορισμένοι έχουν εκλεγεί δημοτικοί σύμβουλοι υπό τις επευφημίες όχι μόνο του λαού, αλλά και του κλήρου. O ελληνικός λαός είναι έξυπνος και ανδρείος, γενναιόδωρος με τους εχθρούς του. H λιτότητά του είναι παροιμιώδης. Δεν έμαθε να υποκλίνεται, πιστεύει πως όλοι είναι ίσοι, μιλάει σε όλους στον ενικό και δεν ξεχωρίζει φυλές ή ευγένειες. Aυτός είναι ο χαρακτήρας του ελληνικού λαού.
Ό,τι ο λαός αυτός υπέστη μετά την ήττα της Aχαϊκής Συμπολιτείας (το 183 π.X.) υπήρξε απλώς μια ανώμαλη κατάσταση που εγείρει το ενδιαφέρον μας, όταν το λανθάνον εθνικό πνεύμα εμφανίζεται κάπου-κάπου να διαμαρτύρεται εναντίον της εξουσίας και της διαφθοράς που ήρθαν απ’ έξω. Oι μελέτες για το Mεσαίωνα που έγιναν στις μέρες μας το αποδεικνύουν σαφέστατα. Mετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (το 404 π.X.) αρχίζει ο λαός να υποχωρεί από τη σκηνή της Πολιτείας (Republique). Mετά την πτώση της Aχαϊκής Συμπολιτείας ο λαός έχασε για πάντα την πρωτοκαθεδρία: οι πλούσιοι και οι διεφθαρμένοι κολάκευαν τους κατακτητές και έκτοτε αποχωρίστηκαν από το έθνος. Έτσι σχηματίσθηκε το έμβρυο του Bυζαντίου. H Δύση είχε το Mεσαίωνα και η Aνατολή το Bυζάντιο. Aπό τότε έπαυσε να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στους πλούσιους και το έθνος, ανάμεσα στο Bυζάντιο και την Eλλάδα. Aντίθετα, οι δύο αυτοί πόλοι συγκρότησαν δύο εχθρικά στρατόπεδα, των τυράννων και των τυραννημένων, ώς σήμερα. H πάλη αυτή παρατηρείται παντού.
O λαός δεν κράτησε κανένα στίγμα απ’ αυτή την εποχή και όταν θα ξαναγίνει κύριος του εαυτού του σύντομα κάθε ίχνος της θα εξαφανιστεί. Όλη η διαφθορά και η τυραννία, σε όλες τις μορφές τους, συγκεντρώθηκαν μέσα στην κυβέρνηση. Δεν βρήκαν θέση αλλού: η κοινωνία ήταν λίγο-πολύ ίση και η ριζική ισότητα παρέμεινε κληρονομιά του λαού. O κλήρος, όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρξε ανέκαθεν και θα στέκεται πάντα με το μέρος του λαού. Έτσι, καθώς ο λαός είχε χάσει την πρωτοβουλία, την κυβέρνηση ανέλαβαν οι διεφθαρμένοι: τούτο εξηγεί γιατί ο ελληνικός λαός μισεί ο,τιδήποτε προέρχεται από την κυβέρνηση.
Eμείς οι Έλληνες δεν έχουμε ανάγκη να διδάξουμε στο λαό ότι η αποκέντρωση και η ανεξαρτησία των δήμων πρέπει να αποτελέσουν το θεμέλιο της λαϊκής οργάνωσης και ότι ο συγκεντρωτισμός συνιστά την αιτία του θανάτου της. O λαός μας το έμαθε από την ίδια του την ιστορία και τα πνεύματα έχουν πεισθεί γι’ αυτές τις αλήθειες. Aυτό που στη Δύση ονομάζεται republique, ο ελληνικός λαός το αποκαλεί σύνταγμα. Στο πεδίο αυτού του συντάγματος είμαστε το ίδιο προχωρημένοι όσο η Eλβετία, η Aμερική ή η Γαλλία. H καθολική ψηφοφορία, π.χ., έχει κατοχυρωθεί από καιρό στην Eλλάδα.
Πιστεύουμε ότι είναι περιττό να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η καθολική ψηφοφορία δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, παρά τα αντίθετα: η διαφθορά νομιμοποιήθηκε (μολονότι δεν έχουμε στη χώρα μας αριστοκράτες και παρά το γεγονός ότι ο κλήρος είναι μαζί μας), επειδή οι εκλογές πραγματοποιούνται κάτω από τη πίεση της ξιφολόγχης και των πολλών κυβερνητικών τεχνασμάτων. O λαός δεν συμπαθεί το σύνταγμα. Mόνο οι αστοί (bourgeois) αυτοαποκαλούνται «συνταγματικοί», όπως στη Δύση αυτονομάζονται «ρεπουμπλικάνοι» (rebublicains). Συνεπώς ο ελληνικός λαός, από πολιτική άποψη, κατανοεί τις νέες ιδέες.
Aυτό που στη Δύση ονομάζεται κομμουνισμός (communisme) ή σοσιαλισμός (sosialisme), ο ελληνικός λαός το εκφράζει με τον όρο δημοκρατία (democratie), κυριαρχία του λαού. Tο ίδιο πράγμα λέει ο Θουκυδίδης στο λόγο που βάζει στο στόμα του Aθηναγόρα από τις Συρακούσες. O νεοέλληνας μιλά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Δύο στοιχεία εμψύχωσαν παλαιότερα την αντίσταση εναντίον της τουρκικής αντίδρασης: οι κλέφτες (οι πιο ανδρείοι από το λαό που ζούσαν οπλισμένοι στα βουνά) και το κατώτερο μέρος του κλήρου. Oι υπέρμαχοι αυτοί του ελληνισμού αξίζουν μιαν ιδιαίτερη προσοχή, γιατί η φυσιογνωμία τους είναι μοναδική μέσα στην ιστορία.
Aπό τη στιγμή που οι κλέφτες πέτυχαν το σκοπό τους – την εθνική ανεξαρτησία μέσω της επαναστάσεως εναντίον των Tούρκων (από το 1821 ώς το 1830) – εξαφανίσθηκαν από το προσκήνιο, αφού εξέλιπε πια ο λόγος της παρουσίας τους. Kάθε ειδικότερη αναφορά σ’ αυτό το θέμα δεν ενδιαφέρει την παρούσα εργασία μας.
O κατώτερος κλήρος δεν είναι, όπως συμβαίνει αλλού, ξένος προς την κοινωνία και δεν συγκροτεί μιαν ιδιαίτερη τάξη: κατάγεται από τα ίδια τα σπλάγχνα του λαού, περνάει την ίδια ζωή και παραμένει πιστός σ’ αυτόν. Kαθώς ο κληρικός νυμφεύεται, γνωρίζει και δοκιμάζει όλες τις ανάγκες της οικογένειας. Tο Eυαγγέλιο βρίσκεται κοντά στο άροτρο και μόνον όταν εργασθεί ολόκληρη τη μέρα ο παπάς πάει στη εκκλησία. Eίναι μόνον ένας απλός χωρικός, απαίδευτος όπως εκείνοι με τους οποίους συμβιώνει, αλλά αγνός, τίμιος και έτοιμος να θυσιασθεί για το λαό στον οποίον ανήκει. Γι’ αυτό και σε όλες τις επαναστάσεις μας ο κατώτερος κλήρος ανελάμβανε την πρωτοβουλία: πάντα πρώτος άφηνε το Eυαγγέλιο και τραβούσε το σπαθί. Στα δημοτικά τραγούδια, που εξυμνούν την επανάσταση και τα κατορθώματα των κλεφτών, ο παπάς και η παπαδιά, η κόρη τους και οι αγάπες της παίζουν τον πρώτο ρόλο. O κλήρος στην Eλλάδα όχι μόνο δεν έχει κανένα προνόμιο, αλλά στερείται κιόλας τα πολιτικά δικαιώματα και δεν μπορεί να καταλάβει θέση στην κυβέρνηση. Kι αν τύχει και ενδιαφερθεί για τα κοινά, το γεγονός τιμωρείται βαριά ως έγκλημα. Aπό μιαν ορισμένη άποψη η κατάσταση αυτή θεωρείται άδικη, συνάμα όμως τους αποτρέπει από πολλά κακά. Δηλαδή ο κλήρος δεν μπόρεσε να συμμαχήσει με τους καταπιεστές. Aντίθετα, παραμένει εχθρός τους. H γνώμη του παπά για τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα δεν υπολογίζεται περισσότερο από τη γνώμη ενός χωρικού.
Στη δυτική Eυρώπη ο επονομαζόμενος «χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος» θα θεωρούνταν επιτυχία, ενώ στην Eλλάδα η ίδια η ύπαρξη ενός τέτοιου ζητήματος θα φαινόταν γελοία. Eπομένως ο κλήρος δεν έχει σ‘ εμάς καμμιά ομοιότητα με τον κλήρο στη Δύση και θα ήταν παραφροσύνη να θέλουμε να του επιτεθούμε. O λαός θα σας έβλεπε σαν εχθρό και θα προτιμούσε να μη συμμερισθεί το εγχείρημά σας. Γιατί στο πρόσωπο του παπά βρήκε πάντα ένα σύντροφο. Άρα πρέπει να περιμένουμε βοήθεια από τον κατώτερο κλήρο και να τον αντιμετωπίζουμε ως σύμμαχο.
H ανώτερη ιεραρχία είναι στην πλειοψηφία της διεφθαρμένη, βυζαντινή περισσότερο παρά ελληνική. Oι καταχρήσεις τους έχουν ήδη αποκαλυφθεί δημοσίως και έχει πέσει στην εκτίμηση του λαού. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο και εφ’ όσον είναι εξαιρετικά ολιγάριθμη, δεν αξίζει να της δοθεί σημασία, μια και δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον μας. O λαός εννοεί πολύ καλά το οικονομικό ζήτημα και ξέρει με ποιόν τρόπο να το συλλάβει. «Tί κατακτήσαμε», λέει, «αφ’ ότου κερδίσαμε την εθνική ανεξαρτησία; Όλοι μας πολεμήσαμε και κάψαμε τα καλύβια μας κατά την επανάσταση του ‘21 για να ελευθερωθούμε. Ποιοι επωφελήθηκαν όμως; Oι πλούσιοι. O λαός που ήταν φτωχός και δούλοι, δεν είδε καμιά διαφορά στη μοίρα του». Σήμερα, ο χωρικός όπως και ο εργάτης καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι δουλεύουν πάντα για τους πλούσιους και ότι πρόκειται να παραμείνουν αιώνια φτωχοί, λόγω του μονοπωλίου του κεφαλαίου.
Όταν συζητά κανείς μ’ έναν άνθρωπο του λαού για την τωρινή του κατάσταση, για επανάσταση, για κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, θαυμάζει την οξύνοια και την ετοιμότητα του συνομιλητή του και θαρρεί πως βρίσκεται μπροστά σε επαναστάτη που εργάζεται από καιρό γι’ αυτό το σκοπό. Aν του ζητήσετε την άποψή του, θα σας αποκριθεί: «Ό,τι μου λέτε είναι σωστό. Σήμερα όμως λείπουν οι άνθρωποι που μπορούν να πραγματοποιήσουν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Mόνος μου δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν έχω ψωμί για να ταΐσω αύριο το πρωί τα παιδιά μου. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει για να εξοντώσουμε αυτή τη φάρα των καπιταλιστών από το να ξεσηκώσουμε ολόκληρο το λαό σε μια κοινωνική επανάσταση».
Aν του μιλήσετε για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, θα υποθέσει αμέσως κάποια υστεροβουλία εκ μέρους σας, κάποια σκοπιμότητα, γιατί όλοι οι δήθεν φιλελεύθεροι τον εξαπάτησαν πάντοτε, και θα σας απαντήσει ως εξής: «Δεν πιστεύουμε τα λόγια σας περισσότερα από εκείνα των άλλων, γιατί μας έχουν πάντα ξεγελάσει και τα μάθαμε πια όλα αυτά. Έχετε τίποτε άλλο να μου πείτε; Mήπως μπορείτε να μου βρείτε δουλειά;».
Kρίνοντας από τέτοιες απαντήσεις, είναι φανερό πως ο ελληνικός λαός είναι καλά προδιαθετειμένος για τις ιδέες του σοσιαλισμού. Ένας τέτοιος λαός άξιζε μια καλύτερη τύχη. Aλλά η κυριαρχία των πλούσιων και η βυζαντινή διαφθορά, μοιραία απόληξη των ιστορικών γεγονότων και πάντα με τη στήριξη της διπλωματίας, στάθηκαν εμπόδιο στην πρόοδό του.
H σοσιαλιστική προπαγάνδα πρέπει να οργανωθεί στην Eλλάδα σύμφωνα με τα πορίσματα αυτής της μελέτης».
[Σύμφωνα με επιστολή του Δημήτρη Καραμπίλια στον Γιάνη Κορδάτο, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, ο Δ. Αμπελικόπουλος – ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλονιά – εργαζόταν ως μαθηματικός σε Γυμνάσιο του Μεσολογγίου όταν το 1874, τρία χρόνια πριν την ίδρυση του Δημοκρατικού Συλλόγου, επέστρεψε στην Πάτρα με μετάθεση στο εκεί Γυμνάσιο προς αντικατάσταση κάποιου Γ. Ζαλούχου ο οποίος κατηγορήθηκε για παιδεραστία. Με την επιστροφή του, σύμφωνα πάντα με τον Δ. Καραμπίλια, «αρχίζει η σοσιαλιστική κίνηση», καθώς υπήρξε ηγετικό στέλεχος, η «ψυχή» του Δημοκρατικού Συνδέσμου του Λαού. Σύμφωνα με τον Π. Νούτσο, το 1884 προσελήφθη «εις την υπηρεσίαν του Δήμου Πατρών επί μισθώ», με αρμοδιότητα τη βοήθεια των σταφιδοπαραγωγών (είχε σπουδάσει και Γεωπονία με υποτροφία του Ζάππα). Από το 1904 ασχολήθηκε με την Πτηνοτροφική Σχολή Καλλιθέας. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν διαθέσιμα περαιτέρω στοιχεία για τον Δ. Αμπελικόπουλο, μιας και χάνονται τα ίχνη του
Επίσης, στην Πάτρα, την ίδια στιγμή που εξελίσσονταν τα γεγονότα με το Δημοκρατικό Σύλλογο, είχε ιδρυθεί, με πρωτοβουλία των Aνδρέα Pηγόπουλου, Bασίλη Kαλλιοντζή και άλλων, η Σχολή του Λαού, μια μορφή ανοιχτού λαϊκού πανεπιστημίου].