Ντοκιμαντέρ: Αρκαδία χαίρε, του Φίλιππου Κουτσαφτή

Tου Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 118 

Η Αρκαδία είναι η ουτοπία, η Εδέμ της δυτικής τέχνης, όπου ο άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά της φύσης, ξεφεύγοντας από το βάρος του πολιτισμού. Ένας τόπος για τους μυημένους, όπως μαρτυρεί το κρυπτικό απόφθεγμα «et in Arcadia ego», που ο Νικολά Πουσέν έχει σκαλίσει μέσα σ’ ένα ονειρώδες βουκολικό τοπίο.

Συνάμα, η Αρκαδία είναι τόπος υπαρκτός, μια ορεινή χώρα στην καρδιά της Πελοποννήσου, εγκαταλειμμένη σήμερα από τους κατοίκους της, αν και κάποτε γνώρισε μέρες δοξασμένες. Το μακρύ τούνελ του αυτοκινητόδρομου στο Αρτεμίσιο Όρος είναι η σημερινή της είσοδος. Κι ένας οδοδείκτης εκειδά με το έργο του κλασικιστή ζωγράφου υπαινίσσεται εκείνη την άλλη χώρα των καθαρών ποταμών της φαντασίας, που ενέπνευσε τον ευρωπαϊκό 17ο αιώνα, από τον Γάλλο ζωγράφο έως τον «Σέξπηρ της Μεσογείου», τον Λόπε ντε Βέγκα.

Ο δάσκαλος στο Μαυρίκι, που μια ζωή καταγράφει τα γεγονότα του χωριού του, «όσες οικογένειες βοήθησαν, αλλά και όσες δεν βοήθησαν στην ανέγερση του νεκροταφείου», ο γέρος που συλλαβίζει τα ονόματα των πεσόντων του τελευταίου πολέμου στο Ηρώον, η μετανάστρια που δακρύζει στη Μανθυρέα, μπροστά στη θέα του χωριού που της θυμίζει τα δικά της πατρογονικά, οι γυναίκες με τα κόλυβα το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής στην Κερασίτσα, ο παπάς που διαβάζει από το «κατά Λουκάν» το ευαγγέλιο του Σπορέως, οι εργάτες που μαζεύουν μήλα, κεράσια και σκόρδα, το ηλεκτρικό πανηγύρι της Τεγέας, η γιορτή της απελευθέρωσης στην Τρίπολη, οι γέροι στο καφενείο που παίζουν στο ζουρνά κάτι ξεχασμένα τραγούδια, η ανθισμένη αγριαπιδιά στο έρημο Μουχλί, οι άγριες ίριδες της άνοιξης, τα χέρσα, οι ξερολιθιές, ο δρομέας που διασχίζει τον κάμπο μέσ’ τη νύχτα, οι Ολλανδοί φοιτητές της ανασκαφής, οι πανηγυριστές του Αη-Γιωργιού στη Νεστάνη, ο γλύπτης Σκόπας στον ναό της Αλέας, ο Ρωμανός ο Μελωδός και «του βίου το πέλαγος», ο γηγενής ποιητής Νίκος Γκάτσος, ο στρατηγός Επαμεινώνδας, θνήσκων στη Μαντίνεια, είναι εικόνες και πρόσωπα που συναπαντά ο σκηνοθέτης όταν αφήνει την εθνική οδό και την πεπατημένη της αρχαιοπληκτικής ελληνοφρένειας.

Λιγότερο μοναχική η πορεία του εδώ και το εγχείρημά του υποστηρίζεται φιλότιμα από τον Κώστα Βαρυμπομπιώτη στον ήχο, την Ιωάννα Σπηλιοπούλου στο μοντάζ και τον Κωνσταντίνο Βήτα στη μουσική, που τον ακούσαμε και στην Αγέλαστο. Αν μάλιστα έλειπε η σπουδή να μπουν όσο το δυνατόν περισσότερες σκηνές στην ταινία, από το τεράστιο σίγουρα υλικό που μαζεύτηκε στα επτά χρόνια των γυρισμάτων, το αποτέλεσμα νομίζω θα ήταν δυνατότερο. Αλλά κι έτσι, σας εξομολογούμαι, συγκινήθηκα μέχρι δακρύων σαν είδα πρώτη φορά την ταινία σε δημοσιογραφική προβολή. Ίσως είναι η νοσταλγία, θα πεις, για τόπους παιδιόθεν οικείους, ίσως πάλι νάναι τα χρόνια που περνούν, δεν ξέρω. Η Αρκαδία, ξέρω, μια αναζήτηση είναι. Κι όπως λέγαμε στο προηγούμενο φύλλο, εδώ που φτάσαμε, η αρκαδική ουτοπία είναι ανάγκη αληθινή.

Κατ’ εκείνες τις ζουμερές συμπτώσεις, η Αρκαδία του Κουτσαφτή παιζόταν στην Ταινιοθήκη παράλληλα με τον Αστακό του Λάνθιμου. Αυτός αναζητά τη δική του Αρκαδία στο Λονδίνο κι είναι αλήθεια πως πέτυχε να κάνει μια πιο στέρεα ταινία από τον Κυνόδοντα (2009). Μα, αλήθεια, «τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη»; Ο Αστακός μηχανεύεται την απάντηση, καλογραμμένη μεν κινηματογραφικά μα ξώφαλτση, παγωμένη σαν τον αναίματο αστακό. Ίσως αλλού πούμε περισσότερα. Μια παρατήρηση μονάχα, όχι για την ταινία, μα για τις κριτικές. Είδα πολλές φορές τη λέξη «δυστοπία», που είναι αγγλικής προέλευσης: dystopia. Από τις αγγλικές κριτικές άλλωστε μοιάζει ξεπατικωμένη. Γνωρίζουν τάχα όσοι τη χρησιμοποίησαν πως πάει να πει «κακοτοπία», «δυστυχία», κατά το λεξικό; Ή μήπως παρηχητικά υπονοούν «δυσφορία»;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s