
[Ο Μέγας Ιεροεξεταστής απευθύνεται στον αιχμάλωτο Χριστό, που είχε το … θράσος να ξανακατέβει στη γη]
«Δες τώρα μόνος Σου, ποιός είχε δίκιο: Εσύ ή εκείνος που σε ρωτούσε τότε [στην έρημο]; Θυμήσου το πρώτο ερώτημα.
Αν και δεν σ’ το λέω κατά λέξη, μα το νόημά του ήταν τούτο:
“Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ’ αδειανά χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο από την ελευθερία! Εσύ βλέπεις αυτές τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτωμένη έρημο; Κάνε τες ψωμιά και η ανθρωπότητα θα τρέξει από πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη και υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσε ν’ αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να τής δίνεις τα ψωμιά Σου”.
Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: “Τι ελευθερία θα ’ναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά;” Πρόβαλες την αντίρρηση πως ο άνθρωπος “ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται”, μα το ξέρεις πως εν ονόματι αυτού του ίδιου του γήινου άρτου θα ξεσηκωθεί εναντίον Σου το πνεύμα της γης, θα Σε πολεμήσει και θα Σε νικήσει κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: “Κανείς δε μοιάζει μ’ αυτό το θηρίο που μάς έδωσε τη φωτιά τ’ ουρανού!”.
Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος.
Εσύ απόρριψες και το ’να, και το άλλο, και το τρίτο∙ κι έδωσες μονάχος σου τα παράδειγμα για να κάνουν όλοι το ίδιο.(…)