του Νίκου Κούρκουλου από το happyfew
1
Κάθομαι τώρα στο γραφείο μου κι ακούω, απ’ το γειτονικό γυμνάσιο, τις προετοιμασίες για την εθνική εορτή. Τα παιδιά τραγουδούν:
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, κλπ.
Δε θέλω να εστιάσω, αυτή τη στιγμή, στο εξτρεμιστικό περιεχόμενο των στίχων (και την πιθανή σχέση τους με όσα προβλέπει η νέου τύπου νομοθεσία για εκείνους που ενθαρρύνουν τρομοκρατικές πράξεις, επιθέσεις αυτοκτονίας, κλπ.), κάτι άλλο μου ήρθε στο νου. Προφανώς, εδώ έχουμε ένα στίχο μεταφρασμένο, αφού το πρωτότυπο, απ’ όσο θυμάμαι, λέει:
Κάλλιο ’ναι μίας ώρας, κλπ.
Και τι να πούμε για τους «Ελεύθερους Πολιορκισμένους»;
Θεωρήθηκε, προφανώς, ότι είναι καλύτερα να «πειραχτούν» λιγάκι τέτοιες φράσεις, ώστε να γίνονται καλύτερα κατανοητές… αν κι εδώ που τα λέμε, στις περιπτώσεις αυτές, δεν μπαίνει καν θέμα κατανόησης. Θεωρήθηκε, μάλλον, ότι είναι καλύτερα να εξοβελιστούν κάποιοι γλωσσικοί τύποι, που θεωρούνται (σωστά ή άδικα) παρωχημένοι ή διαλεκτικοί, ώστε να μην ξενίζουν. Έχει μια λογική, δε λέω…
Όμως, αν είν’ έτσι, αν επιτρέπεται να μεταφράζουμε, ή να μεταγλωττίζουμε αν προτιμάτε, εθνικούς ποιητές και εμβληματικούς βάρδους, και μάλιστα, στις περιπτώσεις αυτές, η μεταφρασμένη εκδοχή είναι εκείνη που είναι κυρίως γνωστή, τότε γιατί σηκώνουν τόση φασαρία για το Ροΐδη και τον Παπαδιαμάντη;
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι πατριώτες και οι φιλόλογοι δε σέβονται τον κόντε Σολομό και το Βελεστινλή – παρότι, στην περίπτωση του δεύτερου, έχει μεταφραστεί ακόμα και το όνομά του, το nome de plume τέλος πάντων. Άρα, αφού δεν είναι θέμα προσώπων, φταίει κάτι άλλο.
Νομίζω ότι αυτό που φταίει, στην περίπτωση του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη, είναι ότι θίχτηκε η ιερή γλώσσα, η καθαρεύουσα του όψιμου 19ου αιώνα, η οποία θεωρείται ιερή επειδή πιστεύουν (άδικα θαρρώ) ότι έχει κάποια στενή σχέση με τα αρχαία – τα οποία με τη σειρά τους αποτελούν (αλλά μόνο σ’ ένα πολύ αφηρημένο επίπεδο) την έσχατη πηγή κάθε γλωσσικής υπόληψης. Για να πούμε την αλήθεια, όταν λένε «αρχαία», οι περισσότεροι έχουν στο νου τους την καθαρεύουσα του όψιμου 19ου αιώνα – αλλ’ αυτό ας το παραβλέψουμε προς το παρόν. Αν, απεναντίας, πρόκειται να μεταφραστούν, παρντόν να μεταγλωττιστούν, διάφοροι βρωμεροί και λασπωμένοι, μεσαιωνικοί ή διαλεκτικοί ή (το τρισχειρότερο!) δημοτικιστικοί γλωσσικοί τύποι, τότε δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα.
Κατά τα άλλα, όσα διάβασα γύρω απ’ αυτή την τρικυμία σ’ ένα ποτήρι (τι λέω, στο άγιο δισκοπότηρο, μέσα στο οποίο υποτίθεται ότι περιορίζεται η «πνευματική ζωή του τόπου»), δεν ήταν παρά μόνο παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα: η ουσία των επιχειρημάτων δήλωνε ότι είναι αδύνατο να μεταφράσεις οποιοδήποτε σπουδαίο έργο από οποιαδήποτε γλώσσα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Ακαταμάχητο επιχείρημα, αν και κάπως ανώφελο (κάτι σαν το «όλοι θα πεθάνουμε») – τι κρίμα που, επιπλέον, εφαρμόζεται λιγάκι επιλεκτικά.
Κι αν κάθομαι και συλλογιέμαι το όλο ζήτημα, είναι από επαγγελματική διαστροφή. Έχω μεταφράσει, ο αστόχαστος, Δάντη – αν θέλετε να διαβάσετε Δάντη, ας μάθετε ιταλικά, και μάλιστα ιταλικά του 1300. Αν θέλετε να διαβάσετε Γκαίτε, να μάθετε γερμανικά – κι αν θέλετε να διαβάσετε Λι Τάι Πο, χάσατε.
2
Κάποτε, όταν ήμουν νέος, τους ανάπηρους τους έλεγαν ανάπηρους. Η λέξη ήταν, κυρίως, περιγραφική. Μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά, υποτιμητικά ή και υβριστικά, όπως και τόσα άλλα επίθετα – ξεκινώντας απ’ το «καλός» και το «αγαθός», καθώς και το «καλοκάγαθος». Μετά, ήρθε μια νέα γλωσσική μόδα, και μάλιστα τυλιγμένη σε «προοδευτική» συσκευασία, και οι ανάπηροι έγιναν, μέσα σε μια νύχτα, «άτομα με ειδικές ανάγκες». Φτιάχτηκε μάλιστα, λίγο αργότερα, και το αντίστοιχο αρκτικόλεξο, «ΑΜΕΑ». Υποτίθεται ότι οι ανάπηροι ανακουφίστηκαν άμεσα. Άλλο το να είσαι κουτσός κι άλλο το να έχεις ένα πόδι με ειδικές ανάγκες – ή να σου λείπει εντελώς το ένα πόδι αλλά να προικίζεσαι αυτόματα και σε αντάλλαγμα με ειδικές ανάγκες (για όσους σκέφτονται ότι σαρκάζω εκεί που δε με παίρνει, θα ήθελα να τους ενημερώσω ότι ο πατέρας μου ήταν κουτσός – παρότι δεν με άφησε ποτέ να τον θεωρήσω «ανάπηρο»). Στο μεταξύ, και όπως θα μπορούσε να προβλέψει ο καθένας, οι νεότεροι από μένα άρχισαν να χρησιμοποιούν το νεολογισμό και με υβριστικό τρόπο. Στην υβριστική χρήση, το «άτομο με ειδικές ανάγκες» σήμαινε τον «αθεράπευτα μαλάκα», ήταν δηλαδή λίγο χειρότερο από την παλιά υβριστική χρήση του «ανάπηρος» – όπου, για να δηλώσεις το ίδιο πράγμα, έπρεπε τουλάχιστον να προσθέσεις το «πνευματικά» στο «ανάπηρος».
Ως εδώ, όλ’ αυτά τα γνωρίζετε, και όλοι είχαν γίνει, στη θεωρία, ευτυχέστεροι.
Μόνο που, πολύ πρόσφατα, διάβασα στη φυλλάδα που επιμένω ελλείψει καλύτερης να διαβάζω (στο φύλλο της 14/3/2006 και στη σελ. 50) ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ονομάζονται «πολυτραυματίες και όχι “άτομα με ειδικές ανάγκες”, όπως ο συνειδητός –ή μη– κοινωνικός ρατσισμός συνεχίζει να τους αποκαλεί εντός ελληνικών συνόρων…». Μάλιστα. Αφού μας επέβαλαν να ονομάζουμε τους δύστυχους αυτούς συνανθρώπους μας «ΑΜΕΑ», τώρα θα μας χρεώσουν και «συνειδητό, ή μη, κοινωνικό ρατσισμό». Μόνο που εγώ, με το συνειδητό ή μη κοινωνικό ρατσισμό μου, δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί ο όρος «πολυτραυματίας» είναι ευγενικότερος, ή είναι ηθικά ανώτερος, από τον όρο «ανάπηρος». Εκτός αν ο νεολογισμός είναι, εξ ορισμού, ηθικά καθαρότερος.
[Παρένθεση: σα να ήθελε να αποδείξει τη σχέση του με τη γενικώς καθαρεύουσα τάση, ο αρθρογράφος χρησιμοποιεί παρακάτω την έκφραση «αναπηρικό αμαξίδιο» (αλλά γιατί «αναπηρικό» κι όχι «πολυτραυματικό»;; πώς και βρίσκεται πάνω σ’ ένα «αναπηρικό κάτι» κάποιος που δεν μπορεί να ονομαστεί «ανάπηρος» – εκτός αν είστε ρατσιστής;;). Αμαξίδιο, λοιπόν, και όχι το συνειδητά ή μη ρατσιστικό καρότσι κι οπωσδήποτε όχι το χυδαίο αμαξάκι.
Όπως τα πλακάκια του μπάνιου σας, που έχουν γίνει στο γραφτό λόγο των διαφημίσεων «πλακίδια». Δεν έχω αντικρίσει ακόμα την έκφραση «τα κάνανε πλακίδια» – αλλά θα τη δούμε σύντομα κι αυτή, αφού έχει καθιερωθεί στη δημοσιογραφική γλώσσα το «ποιώ την νήσσα» (πρώην ανέκδοτο). Σε λίγο, μάλιστα, θα καγχάσει και το ποικιλόχρουν ερίφιον. Όπως έχω υποστηρίξει και αλλού, απαγορεύονται οι μεταφράσεις ΑΠΟ την καθαρεύουσα, επιτρέπονται όμως, ή μάλλον επιβάλλονται, οι μεταφράσεις ΠΡΟΣ την καθαρεύουσα. Κλείνει η παρένθεση.]
Στην ίδια φυλλάδα, τα τελευταία χρόνια, οι κουφοί έχουν γίνει «κωφοί», προφανώς για να βελτιωθεί η ακοή τους. Οι τυφλοί παραμένουν πεισματικά τυφλοί, φαντάζομαι όμως ότι κάτι θα σκεφτούν και γι’ αυτούς.
Αν δεν μπορείς ν’ αλλάξεις μια δυσάρεστη κατάσταση, της αλλάζεις το όνομα. Στο κάτω-κάτω, nomina nuda tenemus – σε ελεύθερη μετάφραση (από τα λατινικά, απ’ όπου κατά καλή συγκυρία επιτρέπεται η μετάφραση) «μόνο τα ονόματα μένουν».
3
Στη γλώσσα που (από καθαρή κακοτυχία) έμαθα να μιλώ, υπήρχε η εξής ιδιαιτερότητα: οι άντρες και οι γυναίκες είχαν διαφορετική μεταχείριση, υπήρχαν αρσενικές και θηλυκές λέξεις για να περιγράψεις έναν άνθρωπο. Αν, π.χ., ο άντρας ήταν μπακάλης, η γυναίκα ήταν μπακάλισσα, αν εκείνος ήταν δάσκαλος, εκείνη ήταν δασκάλα, και πάει λέγοντας, ο παραμυθάς και η παραμυθού κοκ. Δε γλίτωναν ούτε οι λέξεις που ήταν άκλιτες στο αρσενικό (επειδή είχαν ξενική προέλευση), υπήρχε π.χ. ο σοφέρ και η σοφερίνα.
Φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει πια, ή δεν ισχύει και τόσο. Ανοίγω μια εφημερίδα και διαβάζω: η πρόεδρος, η βουλευτής, η δικαστής, η ζωγράφος, η ταμίας, η σύντροφος, κλπ. Λέει ότι «δύο δημοσιογράφοι έκαναν τούτο κι εκείνο», και δεν μπορώ να καταλάβω αν οι δύο είναι άντρες ή γυναίκες. Μου είναι αδύνατο να προσαρμοστώ και να μην ενοχλούμαι – γι’ αυτό μίλησα στην αρχή για κακοτυχία.
Όχι ότι δεν υπάρχουν και οι κανονικές, σύμφωνα με το δικό μου γλωσσικό αισθητήριο, λέξεις, π.χ. η βουλευτίνα, η δικαστίνα, η συντρόφισσα, η γιατρίνα ή η γιάτρισσα, κλπ. – λέξεις που υπήρχαν από παλιά, ακόμα κι όταν δεν υπήρχαν πραγματικές βουλευτίνες ή δικαστίνες, αλλά γίνονταν λόγος για το αν μπορούσαν να υπάρξουν (έτσι κι αλλιώς, η γλώσσα μπορεί να μιλάει για πράγματα που δεν υπάρχουν: nulla rosa est). Ακούγονται επίσης όλο και συχνότερα νεολογισμοί όπως η ζωγράφα και η ταμία (αν και, στη δεύτερη περίπτωση, όπως έγραψε πρόσφατα κάποιος φίλος μου, ο νεολογισμός τυχαίνει να είναι ο σωστός τύπος στην αρχαία ελληνική). Αλλά γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σου επιτρέψουν να τις γράψεις, κι όχι μόνο στο δημοσιογραφικό λόγο (που ήταν πάντα υποταγμένος στον κομφορμισμό του συρμού) αλλά και στο λόγο των βιβλίων.
Ειδικά οι λέξεις σε «-ισσα» προκαλούν νευρική κρίση σε κάθε κομ-ιλ-φο διορθωτή. Είναι, ωστόσο, μια κατάληξη που υπήρχε ήδη στα αρχαία – διέπραξε όμως το αμάρτημα να διατηρηθεί και να επεκταθεί στο Μεσαίωνα και να περάσει έτσι, ενισχυμένη, στη δημοτική. Όπως έχω γράψει κι αλλού, κάθε πλαστή ιδέα συνέχειας τίποτα δε θεωρεί περισσότερο απειλητικό από μια πραγματική συνέχεια, κι όπου τη βρίσκει μπροστά της θέλει να την πατάξει.
Η πρώτη και η προφανής αιτία γι’ αυτό το φαινόμενο γλωσσικού τραβεστισμού είναι, εννοείται, ο νέος καθαρευουσιανισμός, που μοιάζει εντελώς αποφασισμένος να εξαφανίσει την ελληνοφωνία – και φαίνεται ότι θα τα καταφέρει, αν οι ελληνόφωνοι δεν αντισταθούν. Νομίζω όμως ότι υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος γι’ αυτά τα γλωσσικά μουστάκια: ο μισογυνισμός, και μάλιστα ένας μισογυνισμός ακόμα πιο ύπουλος αφού κρύβεται πίσω από την επίκληση μιας τυπικής-μορφικής εξίσωσης των φύλων. Δεν είναι δυνατό ένα πλάσμα που, π.χ., προεδρεύει σ’ ένα σεβαστό δικαστήριο να διαθέτει μήτρα (πήγα να γράψω μια άλλη λέξη που αρχίζει από το ίδιο σύμφωνο, ευτυχώς όμως θυμήθηκα εγκαίρως ότι υπάρχουν και άλλου είδους καθωσπρεπισμοί). Αφού δεν μπορούμε να της την αφαιρέσουμε πραγματικά, ας πραγματοποιήσουμε την εγχείριση στο αφηρημένο επίπεδο της γλώσσας.
Για να πούμε την αλήθεια, η ουσία του προβλήματος έχει μεγάλη ιστορία. Θυμήθηκα μάλιστα κάτι που μου είχε κάνει εντύπωση από παλιά, μια άλλη περίσταση όπου το γλωσσικό σιδέρωμα και ο μισογυνισμός βαδίζουν χέρι-χέρι. Τον παλιό καιρό, λοιπόν, τα θηλυκά μέλη της οικογένειας του Κομνηνού, του Μακρεμβολίτη ή του Παλαιολόγου ονομάζονταν αντίστοιχα Κομνηνή, Μακρεμβολίτισσα ή Παλαιολογίνα – τι τα θέτε όμως, είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί ήταν (σε πείσμα της επίσημης γραμματείας τους) κατά βάθος μαλλιαροί, άσε που δεν τους χώνευε κι ο Καστοριάδης. Η νεοελληνική γραφειοκρατία προτίμησε, για την περίπτωση αυτή, τη γενική πτώση του αρσενικού (γενική κτητική, προφανώς), γεγονός που επέτρεψε και το λανσάρισμα μερικών αρχαιοπρεπών γενικών, π.χ. η Νικολαΐδου.
Και, επιστρέφοντας στο θέμα μας, το πράγμα εξελίσσεται συστηματικά. Σχετικά πρόσφατα, με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ, πρόσεξα τον τύπο «η στρατιώτης» – και πάλι σε εφημερίδα. Νομίζω ότι έχουν ωριμάσει πια οι συνθήκες για να δοθεί το τελικό χτύπημα, απολύτως συμβατό με όσα έχουν προηγηθεί: είναι καιρός να τεθεί εκτός νόμου αυτή η απαρχαιωμένη, έμφυλη κι έκφυλη, και σε τελική ανάλυση υποτιμητική κι αηδιαστική λέξη, «γυναίκα», και να αντικατασταθεί με το κομψό και απέριττο: η άνδρας.
Ν. Κ., Μάρτης του MMVI