του Νίκου Γ. Λεμονή
Εκτιμώ τα σκυλάδικα, εννοώ τους χώρους, τα μικρά μαγαζιά με μπουζούκια και σκυλάδικο ρεπερτόριο. Εκεί που τραγουδούσαν δεύτερα και τρίτα ονόματα, ενίοτε και ορισμένα πρώην πρώτα που αφού διέγραψαν μια σύντομη πορεία στις μεγάλες πίστες κατέληξαν σε μικρούς «ιερούς ναούς», «ξωκκλήσια» του λαϊκού πενταγράμμου, με χαρακτηριστικούς τίτλους γεμάτους υπονοούμενα και ακόμη χαρακτηριστικότερη τοπογραφία.
«Τ’αραπάκια» στην Θηβών στο Αιγάλεω, «Το Απρόοπτο» στο Χαϊδάρι, η «Νέα Φαντασία» στις Τρεις Γέφυρες τέρμα Λιοσίων,» «Το Νταραβέρι» στη Κορδιγκτώνος και η «Ανέτα» στην Αχαρνών, «Ο Σαλονικιός» στο Κερατσίνι. Αλλά και εκτός Αθηνών επίσης, στη Νέα Κίο στο Ναύπλιο, στη Σκάλα Λακωνίας, στο Βαρθολομιό Ηλείας ή στον Αλμυρό έξω απ’το Βόλο, στο Αγρίνιο, στην Καλαμάτα, στην Κοζάνη και πάει λέγοντας.
Στα σκυλάδικα πήγαινα συχνά. Κάποιες εποχές και πολύ συχνά, δύο και τρεις και τέσσερις φορές τη βδομάδα. Ειδικά την περίοδο που ως τέτοιο λειτουργούσε το Κύτταρο, περίπου στα 150 μέτρα από το σπίτι μου (ναι, όσοι δεν το γνωρίζατε μην σοκάρεστε, το Κύτταρο, η Μέκκα της ελληνικής ροκ σκηνής διατέλεσε επί αρκετά έτη σκυλάδικο).
Πήγαινα όμως συνήθως τις βαθιές νύχτες, μετά τις 2, τις 3 ή τις 4 τα ξημερώματα, πάντα after και πάντα ασχέτως του μέρους που βρισκόμουν πριν. Έχω πάει σε σκυλάδικο μετά από μπύρες και τσίπουρα στο καφενείο, μετά από άραγμα με φίλους στο σπίτι μου, μετά από συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα, μετά από μπαρ στα Εξάρχεια, ουζερί στου Ψυρρή, πάρτι γενεθλίων, ματς του Champions League, επιστροφή από ταξίδι στο εξωτερικό, μεταμεσονύχτια παράσταση, φεστιβάλ κάποιου γκρουπούσκουλου της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, μετά από την Αντιγόνη του Σοφοκλή στην Επίδαυρο και διάφορες άλλες λιγότερο ή περισσότερο άσχετες συγκυρίες.
Σε αντίθεση με τις μεγάλες πίστες τις οποίες δεν μπορούσα και δεν μπορώ να υποφέρω πάνω από 30 δευτερόλεπτα, τα σκυλάδικα είναι γοητευτικά. Μπορείς να μεθύσεις ειλικρινά και κατά τη γνώμη μου αυτό συμβαίνει γιατί όσοι τραγουδούν εκεί δεν έχουν πολύ μεγάλες και πολλές προσωπικές επιτυχίες, άρα εκ της ανάγκης το πρόγραμμά τους περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύτερο φάσμα λαϊκών τραγουδιών. Δεν νομίζω να υπάρχει σκυλάδικο ας πούμε που να μην έχει στο ρεπερτόριό του έστω ένα λαϊκό του Θεοδωράκη ή του Χατζιδάκι.
Στα σκυλάδικα συναντάς δύο κατηγορίες ανθρώπων, τους ειλικρινείς και τους ψεύτες.
Οι ειλικρινείς είναι εκείνοι που σε αυτούς τους χώρους πάνε απλά γιατί τους αρέσει, διασκεδάζουν και συγκινούνται. Συνήθως είναι λαϊκά παιδιά και λαϊκές γκόμενες, ατυχήσασες κυρίες άνω των 40, συνοικιακά ζευγάρια μέσης ηλικίας και ευκατάστατοι, συνήθως μάλιστα προσωρινά ευκατάστατοι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, τόσο μεσαίοι που πιθανότατα χρηματοδοτούν την ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς τους και τόσο μικροί που η ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς τους δεν θα καταφέρει ποτέ να γίνει τίποτα περισσότερο από αυτό.
Στα σκυλάδικα πάνε και οι ψεύτες. Τους αναγνωρίζεις γιατί πρόκειται συνήθως για μικτές παρέες, ανδρών και γυναικών. Τύποι υπεράνω και εμβριθείς, ελαφρώς κουλτουριάρηδες θα λέγαμε παλαιότερα, που βρέθηκαν εδώ για να απολαύσουν και κυρίως να σχολιάσουν το θέαμα. Και θεαμα γι αυτούς δεν είναι βέβαια μόνο οι τραγουδιστές και η ορχήστρα, αλλά η ατμόσφαιρα, οι θαμώνες, ο μετρ κι οι σερβιτόροι, η λουλουδού, ο μπάρμαν, οι πάντες και τα πάντα εκεί μέσα.
Το σκυλάδικο παίρνει την εκδίκησή του κατά τις 7 το πρωί όταν όλοι αυτοί της κατηγορίας των ψευτών, τραγουδούν βουρκωμένοι «θ’ανάβω με τσιγάρα θα σβήνω με ποτά…» και χορεύουν μεθυσμένα ζεϊμπέκικα. Δεν τους αδικώ στην συνομωταξία τους ανήκω κι εγώ.
Στα σκυλάδικα έχω δει πολλά και για τα σκυλάδικα έχω ακούσει περισσότερα. Είδα ας πούμε έναν από τους μεγαλύτερους νεοέλληνες θεατρικούς συγγραφείς να μη βρίσκει από τη σούρα του τρεις και τέσσερις φορές την πόρτα της εξόδου. Είδα κοπέλα κονσοματρίς τσιγγάνα από την Αλβανία, περίπου τρεις φορές πιο όμορφη από τη Monica Bellucci.
Είδα και κυρίως άκουσα την ιερατική φωνή της κυρίας Καίτης Ντάλι. Στα Αραπάκια, εκεί που γνώρισα και τον Γιάννη Βλάσση, έναν τραγουδιστή που έκανε χιλιάδες χιλιόμετρα σε τέτοιου είδους μαγαζιά και μόλις πριν λίγο έμαθα πως μας άφησε χρόνους μερικές μέρες πριν, αποτραβηγμένος εδώ και καιρό στην Καστοριά και ανασφάλιστος, όπως άλλωστε αρμόζει σε κάποιον που επιβίωσε στον ορισμό της ανασφάλειας, τη νύχτα.
Τον Γιάννη μου τον είχε γνωρίσει ο φίλος μου ο Πέτρος, ο άνθρωπος με το πιο διεισδυτικό και ταυτοχρόνως πηγαίο χιούμορ, που συνάντησα στη ζωή μου και που στα μπουζούκια γράφουν το όνομά του σε μαρμάρινη πλάκα με τους μεγάλους ευεργέτες. Ο Πετράν που επίσης πριν μερικά χρόνια μας άφησε κι εκείνος. Πολύ-πολύ νωρίς. Γαμημένα νωρίς…