Η τριλογία του Κούκλου, της Κούκλας και της Ζητιάνας… Ζαγοραίος, Περπινιάδης, Αισχύλος και ελληνική διαχρονία…!

Η Ορέστεια είναι τριλογία γραμμένη από τον τραγικό ποιητή Αισχύλο και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 458 π.Χ. στη γιορτή των Διονυσίων. Αποτελείται από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες».

Είναι η μόνη αρχαία σωζόμενη τριλογία. Κι αν η υψηλή τέχνη της αρχαιοελληνικής «θεατροκρατίας», μας δώρισε τέτοια αριστουργήματα, η ταπεινή λαική τέχνη μιας Ελλάδα μαραζωμένης στις σκληρές δεκαετίες του ΄50 και ΄60, μας χάρισε μια άλλη ανέλπιστη και μοναδική τριλογία. Έρημο δείγμα της ψυχής του λαικού κοινωνικού τραγουδιού μας, συχνά και της λούμπεν εκδοχής του. Μέρος ίσως και παράξενη παραλλαγή μιας πανάρχαιας ελληνικής διαχρονίας, επιμέρους στιγμών και απρόβλεπτων συνθέσεων.

Ο Σπύρος Ζαγοραίος και ο Βαγγέλης Περπινιάδης, σίγουρα δεν είναι τραγικοί ποιητές. Μίλησαν όμως με αυθεντικό πάθος για τραγικές στιγμές του προσωπικού και κοινωνικού βίου μιας Ελλάδας που οι γειτονιές της ήταν το σκηνικό μικρών συναισθηματικών δραμάτων. Μιας Ελλάδας ατόφιας μέσα στις αντιθέσεις της.

Άφωνη είχε μείνει η νυν σύζυγός μου και τότε συντροφός μου, όταν βρέθηκε με την «ετερόκλιτη» παρέα μας, να αναμένουμε τον Σπύρο Ζαγοραίο να εμφανιστεί στο κέντρο «Εντελαμαγκέν» στο Αιγάλεω, στα τέλη του ΄90. Μαζί με τον Αντώνη Λυμπερόπουλο, τον Κώστα Φωκά, και το Νίκο Λεμονή, μύστες μιας παράξενης ιεροτελεστίας που μας συνέδεε αισθητικά, παρ όλες τις ποικίλες μουσικές μας αναφορές. Μα ακόμα πιο άφωνη, έμεινε όταν μας αντίκρισε μαρμαρωμένους, τη στιγμή που ο Σπύρος Ζαγοραίος, ξεπρόβαλε από την κουρτίνα.

«Καλά, ρε σεις; τι πάθατε; έπρεπε να βλέπατε πως ήσασταν! Σα να βλέπατε κάνα θεϊκό όραμα». Μόνο όραμα; αποκάλυψη και …συγκίνηση. Ακούσαμε και το ανεπανάληπτο τραγούδι-πρόζα : «Ο κούκλος και η κούκλα, σε μουσική και στίχους Βαγγέλη Περπινιάδη!

Κλασικό κοινωνικό μοτίβο το τραγούδι της εποχής. Ο έρωτας δυο νέων και η προδοσία της κοπέλας που αφήνει τον κούκλο, για τον πλούσιο. Το χρήμα παραπετά το αγνό πάθος. Η τιμιότητα νικιέται από την εύκολη ζωή. Μια ιστορία στη βιτρίνα και στη ζωή. Κι αν μια ανάλογη ερωτική ιστορία είχε και η ταινία «Συνοικία το όνειρο» του διανοούμενου Αλέκου Αλεξανδράκη, εδώ ο Περπινιάδης και ο Ζαγοραίος εκφράζουν την εκδοχή μιας γκροτέσκας ορχήστρας μουσικών οργάνων και αισθημάτων, καρπών αγάπης και απόγνωσης μέχρι το μεδούλι. Μιας μουσικής υπερβολής, όπως και τα πρόσωπα των γειτονιών της μεγαλούπολης. Πάθη και πόνος. Απελπισία και αιώνιοι όρκοι. Εντιμότητα και δάκρυ. Φτώχεια, ελπίδα και χαμόγελο. Αλλά και η ταξική-κοινωνική αντίθεση συνυπάρχει ή μεταμφιέζεται σε μια στιγμή μεγάλου έρωτα, καψούρας, καλύτερα!

Σχεδόν 20 χρόνια μετά…

Ο φίλος Αντώνης Λυμπερόπουλος, ανακαλύπτει την τριλογία του «Κούκλου και της Κούκλας», μια φυσική συνέχεια στο κοινωνικό ταξείδι, μιας Ελλάδας που είχε ανάγκη να βαλαντώνει τον πόνο και το δάκρυ της. Να τραγουδά τα καζάντια και τα χαστούκια που έδιναν οι «δυνατοί» στη χώρα, μα και στα «κουκλάκια». Δημιουργός και πάλι ο Βαγγέλης Περπινιάδης…

«Τιμωρήθηκε η κούκλα που σε πλήγωσε βαριά». Η Νέμεσις είναι απόλυτη και σκληρή στο πεζοδρόμιο και τις σκοτεινές συνοικίες, τα βροχερά, κρύα βράδια! Το μονοπάτι του πάθους χρειάζεται και την εκδίκηση, την ταπείνωση, αλλά την ίδια στιγμή τη συμπόνια και τη θλίψη. Η κούκλα της βιτρίνας είναι πια σε μια «βρώμικη πλατεία που πουλούσανε παλιά» και το κορίτσι του αφηγητή, κατάντησε ζητιάνα. Ρετάλια της ζωής και πίκρα για κάτι που προδόθηκε, πληγώθηκε και άξιζε μια καλύτερη μοίρα!

Και η ζωή, έχει ζωή. Το κοριτσάκι ζητά απ΄τον πατέρα, ένα παραμύθι. Ο πατέρας ξεδιπλώνει την ιστορία, την ιστορία του, την ιστορία τους. Μια κούκλα είναι το δώρο που της είχε τάξει. Κι έψαξε στις ίδιες βιτρίνες της πολιτείας που τα βήματά του χάνονταν μέρες και νύχτες. Και δεν αντέχει και πάλι να χωρίσει τα δυο κουκλάκια της αέναης βιτρίνας του δικού του πόνου, ίσως και μνήμης. Μα την ιστορία, το κοριτσάκι την είχε ακούσει την ιστορία από μια ζητιάνα, που επίμονα τη ρωτούσε γιατί είναι ορφανή …«και ζω με τον πατέρα! γιατί μας εγκατέλειψε η μάνα μου μια μέρα». Αλλά, «όταν παιδί μου ξαναδείς την άγνωστη ζητιάνα πες της ότι την συγχωρώ και φώναξέ την μάνα».

Κι αν κατά καιρούς λοιδορήθηκε το είδος του τραγουδιού αυτού, από λιμοκοντόρους πάσης φύσεως, είναι επειδή, ίσως, δεν άντεχαν να αντικρίσουν συναισθήματα ακραία, καταιγιστικά και μια Ελλάδα που ποθούσε απόλυτη ελευθερία και απόλυτη αγάπη γι’αυτό ήταν υπέροχα υπερβολική και αγέρωχη. Πότε μισοαστική, πότε λαϊκή και πότε λούμπεν.

Ίσως ήταν επίσης, ότι το εισαγόμενο μοντέρνο προσπαθούσε, μαζί με την αντιπαροχή και την καταστροφή του λαϊκού πολιτισμού, να ξορκίσει και τους «ανελέητους έρωτες» που ως βάλσαμο γλύκαιναν την πικρή κοινωνική ιστορία τους τόπου μας. Για κλάματα, θα είμαστε τώρα, μας έλεγαν;. Κι εμείς τους πιστέψαμε και για να κερδίσουμε την «πρόοδο», χάσαμε την ψυχή μας!

Κι ένα κομμάτι της, προστατεύουν ο Ζαγοραίος και Περπινιάδης!

Δημήτρης Ναπ.Γ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s