του Νίκου Παστελάκου
(Γράφτηκε πολλά χρόνια πριν)
Γλυκιά βραδιά του Φλεβάρη και είπε να περπατήσει προς την παλιά του γειτονιά. Τη γειτονιά που πέρασε τα παιδικά του χρόνια, στα Θυμαράκια, στην οδό Ρόδου. Ήταν χωρισμένος πρόσφατα, χωρίς παιδί και έμενε, μετά το θάνατο του πατέρα του, με τη μητέρα του σε ένα τριάρι με θέα το Πεδίο του Άρεως. Έκλεισε ήσυχα την πόρτα πίσω του και άφησε τη μητέρα του να δει το «Φως του Αυγερινού», το σήριαλ που παρακολουθούσε ανελλιπώς. Πάντα όταν είχε κακή διάθεση ή ήταν πιεσμένος, κυρίως από εκείνο τον φασίστα προϊστάμενο στην Τράπεζα, έβγαινε για περπάτημα μέχρι την παλιά του γειτονιά. Βαδίζοντας απόψε σκεφτόταν ότι θα έλθουν επιτέλους οι εκλογές το φθινόπωρο και θα ξεβρομίσει ο τόπος από δαύτους. Θα έλθει η αλλαγή που χρειάζεται ο τόπος. Με αυτές τις σκέψεις περπατούσε κάνοντας ζιγκ ζαγκ μέσα από στενάκια κυρίως.
Τα αυτοκίνητα λιγοστά στους δρόμους και οι διαβάτες ελάχιστοι. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν περασμένες 10.30 όταν μπήκε στην οδό Παμίσου με κατεύθυνση προς Αγαθουπόλεως. Αυτόν το δρόμο με τα νεοκλασικά και μεσοπολεμικά διώροφα που στέκονταν αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου, σε πείσμα της αντιπαροχής, του άρεσε πολύ να τον περπατάει. Ήταν έρημος και μόλις προχώρησε στο δεξί πεζοδρόμιο γύρω στα δέκα μέτρα από τη γωνία με την οδό Αγίου Μελετίου, η λάμπα του δήμου στο κέντρο της οδού έσβησε απότομα κι ο δρόμος τυλίχτηκε στο σκοτάδι. Κοντοστάθηκε, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του, όταν από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν ποδοβολητά ανακατεμένα με φωνές ανθρώπων. Την ίδια στιγμή είδε μια ανθρώπινη μορφή να τρέχει προς το μέρος του με μεγάλη ταχύτητα, να τον προσπερνά και να χάνεται πίσω του. Ενστικτωδώς έκανε κι αυτός πίσω κι απομακρύνθηκε προς την οδό Αγίου Μελετίου με γοργό βήμα. Μόλις έφτασε στη γωνία ακούστηκε ένα μεγάλο βουητό, οι πολυκατοικίες της οδού άρχισαν να χορεύουν αγκαλιασμένες, η γη κάτω από τα πόδια του έτρεμε. Μεγάλος σεισμός, σκέφτηκε ταραγμένος και τότε ένα από τα παλιά σπίτια της οδού Παμίσου, πίσω του, κατέρρευσε σε συντρίμμια στο δρόμο. Ήταν το σπίτι που πριν από ελάχιστα λεπτά εκείνος στεκόταν μπροστά του.
Εκεί που πέρασε τρέχοντας, σαν κυνηγημένος, εκείνος ο αλλόκοτος άνθρωπος. Ο νυχτερινός ουρανός είχε γίνει κατακόκκινος και η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει σκόνη. Σε λίγο άνθρωποι έβγαιναν έντρομοι από τις πολυκατοικίες ντυμένοι όπως -όπως, αυτοκίνητα κόρναραν, σειρήνες ασθενοφόρων και πυροσβεστικών οχημάτων ούρλιαζαν δαιμονιωδώς. Με ταχύ βήμα κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, ανησυχώντας για την κατάσταση της υγείας της μητέρας του που υπέφερε από την καρδιά της. Ευτυχώς την βρήκε καλά. Καθόταν μαζί με άλλες γειτόνισσες σε ένα παγκάκι στην είσοδο του Πεδίου του Άρεως. Ανακουφίστηκε.
Αρκετές μέρες μετά και αφού είχε περάσει το σοκ του σεισμού, διηγήθηκε στη μητέρα του για την ανθρώπινη σκιά που είχε δει να τρέχει περνώντας μπροστά του και η οποία τον έκανε να αλλάξει κατεύθυνση, λίγο πριν το σεισμό, στην οδό Παμίσου. Τότε είδε τη μητέρα του, πρώτα να μένει αποσβολωμένη και ύστερα να ξεσπά σε γοερό κλάμα, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. Αμήχανος και ξαφνιασμένος αυτός δεν έλεγε τίποτε μέχρι εκείνη να συνέλθει. Όταν ηρέμησε του διηγήθηκε, ότι στην οδό Παμίσου, στην Κατοχή, οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει την Ειδική Ασφάλεια των Ες-Ες και αλίμονο στον δύστυχο που θα συνελάμβαναν. Μετά τα φριχτά βασανιστήρια τον πήγαιναν για εκτέλεση. Είχαν συλλάβει και τον μακαρίτη τον πατέρα του. Θα είχε την ίδια τύχη κι αυτός, αν δεν τα έπαιζε όλα για όλα και την ώρα που τους φόρτωναν στα καμιόνια, αυτός ξέφυγε από την προσοχή τους και τρέχοντας προς την Αγίου Μελετίου μπόρεσε να σωθεί…..
Η σκιά που τον έσωσε, σκέφτηκε ταραγμένος….. Και κατάλαβε…… Έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι και συγκινημένοι για πολλή ώρα κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Όπως θα ήθελε κι ο πατέρας……