Απόσπασμα από παλιότερο άρθρο (την εποχή του κλεισίματος της ΕΡΤ) του:
του Γιάννη Κων.Κρούσου
Και την πρόταση μας «Δώστε τη ραδιοτηλεόραση στο λαό. Μια μετοχή κάθε πολίτης που πληρώνει την ΕΡΤ«, κάποιος σχολίασε:
«Είναι δυνατόν να εκλέγουμε άμεσα τις διοικήσεις τόσων οργανισμών; Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ κ.λ.π.«.
Η ερώτηση θα μπορούσε να διατυπωθεί έτσι: «Είναι δυνατόν να έχουμε δημοκρατία;«.
Επάνω σε αυτή την «αδυναμία», που από τους πρώτους, είχε διαπιστώσει ο πατέρας των νεωτερικών συνταγμάτων και πολιτευμάτων, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, πάτησε η Ολιγαρχική διαχείριση της ζωής μας. Πάτησε και έκτοτε μας πατά, μας τσαλαπατά και μας τσαλακώνει.
Μάθαμε για «αυτονόητο» αυτό που χρόνια ζούμε και που από χρόνια μας έχουν σερβίρει, ως βορειοδυτικό εισαγόμενο προϊόν πολιτισμού και πολιτικής. Έτσι απομακρυνθήκαμε από τις αυτονόητες σημασίες μιας γλώσσας, που κατ΄εξοχήν, είναι γλώσσα Πολιτική. Στους αιώνες των αιώνων, σμιλευμένη. Χάσαμε τους αιώνες μας, την ταυτότητα μας, τα νοήματα μας.
Φτού κι απ΄την αρχή (από την ελληνική αλφαβήτα): «Πολιτική», λέξη προερχόμενη από την πόλη, όπου πόλις δεν ήταν ντουβάρια, αλλά οι άνθρωποι της, οι πολίτες. Το όνομα της Κορίνθου ήταν «Κορίνθιοι». Της Αθήνας, «Αθηναίοι». Ο Δήμος δεν ήταν «της Αθήνας». Ήταν Δήμος Αθηναίων.
Για την ετυμολογία των λέξεων και για τις σημασίες που κουβαλούν μαζί τους, «Δήμος», «Δημόσιο» και «Δημοκρατία», να μην κάνουμε επανάληψη.
Κι όμως, απωλέσαμε το αυτονόητο.
Θα μπορούσα να τελειώσω την απάντηση στο ερώτημα «είναι δυνατόν;» με αυτά μόνο.
Όμως, η ιστορία δεν τα λέει όλα. Χρειάζεται και η επινόηση, η φαντασία, η δημιουργία( έργο του δήμου ή για το δήμο ή και τα δυο μαζί).
Ας δούμε λίγο την καθεστηκυία «αδυναμία», πάνω στην οποία πάτησαν οι νεώτεροι αιώνες της ιστορίας, για να μας κάτσουν στο σβέρκο οι Ρόθτσιλντς, οι Ροκφέλερ και οι πολιτικοί υπηρέτες τους(σήμερα, ο Σαμαράς και Σια, ο Τσίπρας, ο Μιχαλολιάκος, ο Κουτσούμπας).
«Είναι δυνατόν δημοκρατία;«
Να πάτε να μελετήσετε την Χάνα Άρρεντ, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Παναγιώτη Κονδύλη. Και δεν είναι τυχαίο, που οι δύο στους τρεις είναι Έλληνες και η Εβραία της παρέας, όλη της τη σκέψη τη στήριξε στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Είναι οι δάσκαλοι της Ανθρώπινης Αυτονομίας, Δημιουργίας και Απόφασης. Είναι οι δάσκαλοι της Δημοκρατίας(υπάρχουν και άλλοι).
Είμαι πολύ λίγος και πολύ μικρός, με όρους ποιοτικούς και όχι ύψους, ηλικίας ή βάρους, για να προσθέσω πολλά νοήματα σε όσα αυτοί έχουν πει.
Θα προχωρήσω, όμως, σε μία βιωματική απόπειρα απάντησης. Προέρχεται, δηλαδή, από αυτό που βιώνει κάποιος που ήταν ένας πολίτης που δεν χρωστούσε πουθενά, ως το 2009, και, σήμερα, έχει καταντήσει οφειλέτης σε κράτος, τράπεζες, ταμεία και είναι προσωρινός κάτοικος του σπιτιού του και προσωρινά έξω από τη φυλακή.
Χτες, έλαβα μία ακόμα ειδοποίηση από την εφορία: «…είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε στη λήψη εις βάρος σας μέτρων, όπως προβλέπεται από το νόμο«. Δεν θα σχολιάσω αυτή τη μικρή φράση, γιατί δεν είναι το θέμα τούτης της γραφής.
Ο άνθρωπος πριν προσέλθη «εις γάμου κοινωνία» (γάμησε τα κι άφησε τα) με άλλους άνθρώπους είχε κάποια φυσικά «δικαιώματα». Στην πραγματικότητα, δεν ήταν «δικαιώματα». Ήταν μια φυσική κατάσταση. Μετά, γεννήθηκαν τα κοινωνικά «δικαιώματα», η Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι Θεμελιώδεις Νόμοι και τόσα άλλα κοινωνικά.
Το «δικαίωμα» στην τεμπελιά ήταν μια φυσική κατάσταση, που όταν ο άνθρωπος συνήλθε σε κοινωνία έγινε «δικαίωμα». «Δικαίωμα», υποτιμημένο, περιφρονημένο και κατακριτέο, από τότε που εμφανίστηκε το «δικαίωμα» στην εργασία(19ος αιώνας).
Αυτό το τελευταίο «δικαίωμα» έχει καταργηθεί στις μέρες μας ή τείνει να καταργηθεί(μισογεμάτο ή μισοάδειο το ποτήρι;).
Μας στέρησαν το φυσικό «δικαίωμα» και τώρα μας παίρνουν και το άλλο, το «κοινωνικό».
Η νεο-Φεουδαρχία – δουλοπαροικία είναι το «πολίτευμα» στο οποίο το πλήθος παύει να έχει δικαιώματα. Έχει μόνο υποχρεώσεις έναντι ενός κάποιου Νόμου. Είναι ο «Νόμος» της επιστολής που έλαβα. («Νόμος», λέξη ελληνική από το ρήμα νέμω, που σημαίνει «κατέχω», «μοιράζω», «μοιράζομαι». Λέξη που βασίζεται στην ιδιοκτησία και τη μοιρασιά. Πάνε κι αυτά. Χάθηκαν. Ο Νόμος έγινε κάτι το υπερβατικό, το θείο και το αδιαπραγμάτευτο, που έπαψε να επιτρέπει κατοχή και μοιρασιά).
Ας δούμε, λοιπόν, το πώς μπορούμε να επιστρέψουμε στη φυσική κατάσταση της τεμπελιάς. Το περιφρονημένο τούτο «δικαίωμα» μας.
Για να καταλήξω (αν μπορώ) κάπου, θα αντλήσω διαπιστώσεις από ένα άρθρο του κ. Βαγγέλη Χριστοδούλου, ο οποίος το στηρίζει στον Αριστοτέλη και τον Καστοριάδη:
- «...η πολιτική δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο στην περίπτωση που η διακυβέρνηση εφαρμόζεται ανάμεσα σε ελεύθερους και ίσους , συνεπώς δεν χωρά καμία διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων. «Η δε πολιτική ελευθέρων και ίσων αρχή» (Α΄ βιβλίο , 7ο κεφ. , 1255b , 21). Ακόμα και αν χρειαστεί σε ένα πρώτο στάδιο κάποιος να είναι κυβερνώμενος , αυτό γίνεται για να μάθει στη συνέχεια να κυβερνά, να μπορεί να συμμετέχει σε αυτήν την εναλλάξ διαδικασία . Όταν όμως ένας άνθρωπος είναι απόλυτα υποδουλωμένος στις βιοτικές του ανάγκες , σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσος ή ελεύθερος σε σχέση με κάποιον που δεν έχει βιοποριστικό πρόβλημα . Αυτό ακριβώς είναι που οι κατέχοντες την εξουσία , γνωρίζουν πολύ καλά» .
Πώς να «διοικήσεις», να «κυβερνήσεις», να άρχεις και να άρχεσαι με τρόπο ίσο και δίκαιο, όταν οι μέρες σου χάνονται μέσα στην απελπισία, το άγχος ή τις βιοποριστικές ανάγκες;
Συνεχίζει ο κ. Χριστοδούλου:
- « Η παραγωγή πλούτου στις σύγχρονες κοινωνίες δεν χρειάζεται τόσο τους εργαζόμενους όσο πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια …ο εργαζόμενος δεν απασχολείται αλλά εξαντλείται, αφού το ζητούμενο είναι «το ανώτατο όριο ταχύτητας να φτάσει το ανώτατο όριο αποτελεσματικότητας»… Γράφοντας «αποπροσανατολισμός» εννοώ πως το κύριο μέλημά μας είναι η προσπάθεια παραμονής μας στην εργασία ή η οικονομική μας ανέλιξη και όχι η συμμετοχή στη διαμόρφωση των νόμων που ορίζουν την παραμονή και την οικονομική ανέλιξη . Για να στρέψουμε όμως το βλέμμα μας εκεί , χρειάζεται ακριβώς το να έχουμε απόσταση από την ανάγκη και χρόνο για να σκεφθούμε . Να σκεφθούμε , όχι για να προτείνουμε κάτι , αλλά για να πιστέψουμε πως τελικά μπορούμε να σκεφθούμε πολιτικά . Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, μοιραία αποδεχόμαστε υπόρρητα τον σταθερό και υπαρκτό διαχωρισμό σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, με αποτέλεσμα να υποτασσόμαστε στην νεωτερική και πάγια αρχή της αντιπροσώπευσης. Υποσυνείδητα, πιστεύουμε πως δεν υπάρχουν ίσες δυνατότητες για τη συμμετοχή όλων στη πολιτική ζωή . Αποτέλεσμα τούτου είναι να αφήνουμε την πολιτική στους λίγους «εργαζόμενους στην πολιτική» , τους επαγγελματίες της πολιτικής. Η αρχή της αντιπροσώπευσης , είναι κατεξοχήν αρχή αποκλεισμού των πολλών που δήθεν αντιπροσωπεύονται από τους λίγους ...».
Και κλείνει με μια φράση του Κορνήλιου Καστοριάδη:
- Όταν ο Benjamin Constant υποστηρίζει […] ότι η σύγχρονη βιομηχανία κάνει αυτούς που εργάζονται σε αυτήν ανίκανους να ασχοληθούν με την πολιτική, και άρα είναι επιβεβλημένος ένας εκλογικός φόρος, το ερώτημα που τίθεται για μας είναι: θέλουμε τη σύγχρονη βιομηχανία όπως είναι και με τις υποτιθέμενες συνέπειές της, μεταξύ των οποίων η πολιτική ολιγαρχία, περί αυτού πρόκειται στην πραγματικότητα και αυτό άλλωστε συμβαίνει. Ή θέλουμε μια πραγματική δημοκρατία, μία αυτόνομη κοινωνία; Στη δεύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι η οργάνωση της σύγχρονης βιομηχανίας, και αυτή η βιομηχανία, δεν είναι ούτε φυσική αναγκαιότητα ούτε απόρροια της θείας θέλησης, είναι μία από τις συνιστώσες της κοινωνικής ζωής, την οποίαν καταρχήν πρέπει και μπορούμε να μετασχηματίσουμε με βάση τις πολιτικές και κοινωνικές μας βλέψεις και απαιτήσεις. (Κορνήλιος Καστοριάδης , Χώροι του ανθρώπου , σελ. 226-227.)
Ένοιωσα την ανάγκη να βάλω όλα αυτά, για να πω ότι είναι πολύ «εύκολο» να επιστρέψουμε στην κατάσταση τεμπελιάς, αυτονομίας και αυτοκυβέρνησης.
Το μυστικό και το «κόλπο» των κρατούντων την εξουσία βρίσκεται στο χρήμα.
Γιατί δουλεύουμε (όταν δουλεύουμε) σκληρά;
Γιατί, σήμερα, έχουμε «κρίση» με τα χαρακτηριστικά που όλοι ξέρουμε;
Γιατί, με τόση και τόση «εξέλιξη», «ανάπτυξη», τεχνολογικές και επιστημονικές καινοτομίες, εμείς δεν δουλεύουμε λιγότερο;
Μα, είναι μπροστά μας η απάντηση και δεν τη βλέπουμε. Βλέπουμε τα δέντρα και χάσαμε το «δάσος».
Φταίει η εσκεμμένη και, μόνιμα, καλά σχεδιασμένη σπανιότητα του χρήματος.
Φταίει που το χρήμα είναι ιδιοκτησία κάποιων λίγων.
Φανταστείτε έναν κόσμο που το χρήμα θα ήταν υπό «δημοκρατική διαχείριση». Θα ήταν όσο χρειαζόμαστε. Θα ήταν σαν μια κοινωνία δίχως χρήμα. Δεν θα ασχολιόταν κανείς με το «κυνήγι» του. Θα ασχολούμαστε με πιο όμορφα πράγματα. Η ενασχόληση με την πολιτική, θα ήταν μια αναγκαία, πλην όμως, βαρετή διαδικασία. Θα ασχολούμασταν με τους έρωτες μας, τις αγάπες μας, η εργασία θα ήταν λίγη και θα τη λέγαμε δημιουργία, θα ξυνόμασταν όλη μέρα, θα τρωγώμασταν με τα ρούχα μας, ο κήπος μας θα ήταν πιο όμορφος, τα παιδιά θα είχαν γονείς, το σχολείο θα ήταν σχόλη… Ε, και κάπου – κάπου θα ρίχναμε μια ματιά στο αν κάνουν καλά τη δουλειά τους οι εντολοδόχοι. Λίγη ώρα, μια φορά τη βδομάδα, ας πούμε. Όλος ο χρόνος μας θα ήταν ελεύθερος και όχι κάτι λίγο έως καθόλου.
Φανταστείτε και θυμηθείτε αυτό που κάποτε, στην Ελλάδα, υπήρχε:
«σαν ένα είδος ανταλλάξιμου αντιπροσώπου της ανάγκης δημιουργήθηκε με κοινή συμφωνία το νόμισμα«. (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε)
Φανταστείτε αυτό που ζούσε ο Αριστοτέλης: Το χρήμα να είναι αποτέλεσμα κοινής συμφωνίας , με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών μας. Θα είχαμε όσο χρήμα, χρειαζόμαστε.
Θυμηθείτε και φανταστείτε: Το ασήμι των ορυχείων του Λαυρίου ήταν δημόσιο αγαθό, δημόσια ιδιοκτησία. Ανήκε, δηλαδή, στον Δήμο.
Θυμηθείτε, ότι με παρότρυνση του Θεμιστοκλή, αντί η εκκλησία του δήμου να αποφασίσει να πάρει κάθε πολίτης κάποια τάλαντα, αποφάσισε να φτιάξει πλοία (τα περίφημα «ξύλινα τείχη»)!!!!!!!!!!!!!!!
Θυμηθείτε, ότι, χάρις στους δούλους (τα «εργαλεία» της εποχής) και χάρις στη δημόσια ιδιοκτησία του χρήματος, οι Αθηναίοι είχαν χρόνο να αποφασίζουν για τη ζωή τους! Περιφρονούσαν την εργασία και «τεμπέλιαζαν», φιλοσοφούντες άνευ μαλακίας και φιλοκαλούντες μετ’ ευτελείας, στην αγορά. Εκεί που αγόρευαν και αγόραζαν. Στην Εκκλησία, στη συνέλευση του Δήμου. (Όποιος ήθελε).
Δεν χρειάζεται να «φανταστείτε» περισσότερα. Όλα είναι θέμα απόφασης.
Ας αποφασίσουμε το αυτονόητο, όπως αυτό προκύπτει από τη γλώσσα και την ιστορία μας:
Αν αποφασίσουμε να διεκδικήσουμε- να κάνουμε στόχο μας- η τεχνολογία, η καινοτομία και το χρήμα, με διαδικασίες «κοινής συμφωνίας», να περάσουν στα χέρια του λαού, θα έχουμε χρόνο για τεμπελιά, αυτονομία και αυτοδιακυβέρνηση.
Τόσο απλά.
Odyssey
ΥΓ: Ο φίλος μου ο Νίκος ο Ηλιόπουλος γράφει στο καινούργιο του βιβλίο:
«(είναι) επιτακτική ανάγκη συγκεκριμενοποίησης αυτής της απουσίας νοήματος και της δημιουργίας μιας πολιτικής της αυτονομίας για το σήμερα… Στην πολιτική υπάρχει η δόξα, δηλαδή η γνώμη, των πολιτών. και ισχύει το αξίωμα ότι όλες οι γνώμες είναι ισοδύναμες«. (Νίκος Ηλιόπουλος, «Άλλες στάσεις ζωής», εκδόσεις Νησίδες)
Μια γνώμη είπα. «Συγκεκριμενοποίησα«. Το μεγάλο νόημα, όμως, βρίσκεται στη γνώμη – απόφαση των πολλών. Αυτό πρέπει να επιδιώκουμε. Προς αυτό πρέπει να βαδίζουμε.
ΥΓ2: Έχω κάτι, με την ευκαιρία αυτή, να πω σε εκείνον που μου έγραψε «ο δικός μου Angelus Novus της ιστορίας δεν έχει ελληνικό το γένος και την ταυτότητα. Ένας έλληνας Angelus Novus δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά ένας Janus Novus…«.
Αν δεν ήξερα ελληνικά, αν δεν ήμουν Έλληνας, δεν θα έγραφα τίποτα από αυτά. Θα έγραφα στα λατινικά και θα προσπαθούσα να «μεταφράσω» το αμετάφραστο. Ουδείς άπατρις, ουδείς άφιλος, ουδείς δίχως γειτονιά. (Πλην αυτών που πετούν σε θολά σύνεφα δυτικοφερμένης ιδεολογικής ομίχλης. Πώς να καταλάβεις τι σημαίνει το γύρω και το πριν από σένα και πως να καταλάβεις το τι συμβαίνει στα γύρω σου, δίχως πατρίδα, δίχως δηλαδή τους γύρω σου και τη γλώσσα τους; ) .
Στις εικόνες: Ο Δον ΨΥΧΩΤΗΣ … ο οποίος «έγραψε», πάλι: στο παρελθόν και το παρόν, είμαι αυτός που αποκαλείς απαισιόδοξος.. αν για κάτι είμαι αισιόδοξος είναι ότι στο μέλλον θ’αποδειχτει ότι δεν είμαι ο ηλίθιος!..