Μια μέρα σαν τη σημερινή αξίζει να θυμηθώ τον ποιητή και καθηγητή μου Σταύρο Βαβούρη. Φέτος που ξαναβρισκόμαστε, στην καμπή των χρόνων, με παλιούς συμμαθητές. Σήμερα, που η ασταμάτητη βροχή, σκίζει τον προβλέψιμο και ασφαλή ήλιο του Μαΐου. Γιατί έτσι ήταν ο φιλόλογος-ποιητής μας στο Γυμνάσιο. Βρεγμένα αστροπελέκια το κατακαλόκαιρο και οργιώδης ήλιος τον χειμώνα. Απρόβλεπτος! Θεατρικός και παραστατικά φωνακλάς. Αυστηρός και λάτρης κάθε ταπεινού και φανταχτερού αντικειμένου και ειδώλου. Μελαγχολικός και γοητευτικός. Πάντα στα άκρα, απόλυτος.
Όπως τον περιγράφει ο Γιώργος Χρονάς, όταν θυμάται κάποιον θρασύ Γιάννη, να ονομάζει σε άρθρο του τον Βαβούρη, ποιητή του αποκλίνοντος ερωτισμού. «Πως τόλμησε να μιλήσει για τις επιθυμίες του;(…) Γιατί υπερέβη το πλατωνικό σύμπαν του εγώ; Δεν ήξερε πως αν ο Θεός συγχωρεί τα πλάσματά του, αυτός, ο Σταύρος Βαβούρης, ποτέ δεν συγχωρεί;»
Κι όμως, θαρρώ, εμάς μας συγχώρησε! Άνοιξε η πόρτα, στην Α΄Γυμνασίου και όταν πρόβαλλε για πρώτη φορά ο καθηγητής μας, σηκωθήκαμε και δεν… «άντεξα». Το πνιχτό γέλιο μας, εμένα και του κολλητού μου Γιώργου, τρύπησε τη σιωπή. Βλάσφημη στιγμή μια ανώριμης νιότης ή τραγική προσπάθεια ν’αντέξουμε την θλίψη για την «αλλοπρόσαλη» περπατησιά του, ενθύμιο παιδικής ασθένειας που δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι, αλλά προτίμησε να πορευτεί με «αναπηρία» περήφανη, όπως η τραγική Ελλάδα που μου έμαθε. Μας έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και συνέχισε περήφανος πρός την έδρα, πρός την αιωνιότητα!
Πάντα κοκέτης, εμφανίσιμος και περιποιημένος, διεισδυτικός και αθυρόστομος, αιχμηρός και είρων, παθιασμένος αλλά πάντα αξιοπρεπής. Μεταξωτά φουλάρια και πουκάμισα, καραμέλες Μentos και τσιγάρα Salem menthol, που συχνά πυκνά «παράγγελνε» από τον Γρήγορη, που τότε ο πατέρας του ακόμα ήταν ναυτικός. Κι αν χαιρόμαστε που απουσίαζε συχνά, είμαι σίγουρος ότι το μυαλό δεν είχε συνειδητοποιήσει ποιος ήταν ο δάσκαλός μας,μέσα στα κρυφά γέλια, τα σχόλια και συχνά τη λοιδορία μας για την ακαταλαβίστικη ποίηση. Μα είμαι σίγουρος ότι το ένιωθε η καρδιά μας και σήμερα το επιβεβαιώνει η μνήμη που δεν λαθεύει. Μια μνήμη, μεταξωτή κλωστή, μια πολύτιμη γλώσσα που παλεύει να σώσει την Ελλάδα που χάνεται, με το πνεύμα και την διονυσιακή μανία μιας Ελλάδας που δημιουργούσε πολιτισμό. Λαϊκό και λόγιο.
Αυτή ήταν η μήτρα του δασκάλου μας. Ο Καβάφης και οι καταραμένοι ποιητές, οι βροχεροί δρόμοι του κέντρου και της αέναα νωπής απουσίας, η Μεγάλου Αλεξανδρου και το Μεταξουργείο, η λαγνεία και η ταυτόχρονη απεγνωσμένη αναζήτηση τρυφερότητας. Ο μύθος των Ατρειδών, ο Ηρόδοτος, ο Θουκιδίδης, ο Ελύτης και ο …Μπωντλέρ. Η Κλυταιμνήστρα, η Ηλέκτρα, η Μήδεια και η Μεσαλίνα. Η Ηλιάδα, ο Αχιλλέας και ο Ευρύλοχος, ο μοναδικός σύντροφος του Οδυσσέα που δεν έγινε «γουρούνι» απ΄την Κίρκη. Να μας παιδεύει και να μας εκπαιδεύει.
Τα είχα αγοράσει τα ποιήματα, «Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι»», που «προκλητικά» μας πρότεινε, σίγουρος για την τέχνη του. Δεν αντιστάθηκα, τυχερός νιώθω. Είναι ενθύμιο και ξόρκι για δίσεκτους καιρούς.
Ο Γιώργος Χρονάς, Έλληνας και συλλέκτης στιγμών μοναδικών, καταγράφει για τον ποιητή: «Την πρώτη φορά που τον συνάντησα έμενε στο νεοκλασικό που γεννήθηκε, στο Μετaξουργείο. Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ποιητές και ταλαντούχοι συγγραφείς ήταν ο κύκλος του. Τούς διάλεγε με αυστηρότητα. Τους σεβόταν, αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να μπορούσε να τους κάνει σκουπίδι για μια πράξη τους. Να τους πετάξει έξω. Ήταν ευέξαπτος, αλλά και μελαγχολικά σοφός. Καθηγητής φιλόλογος που η τέχνη τους, της ποιήσεως, τον συνόδευε σφόδρα. Τα βιβλία του στις εκδόσεις Ερμής. Η κυρία Λένα Σαββίδη ήταν φίλη του. Το μόνο πρόσωπο που αγαπούσε μέχρι το τέλος. Που δεν τσακώθηκε ποτέ. Όταν είδε την παράσταση της Ηλέκτρας του, στους Δελφούς, από τη Μέμη Σπυράτου σκηνοθετημένη, ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλό του. Με ένα λευκό μαντήλι το απορρόφησε. Το βράδυ στην ταβέρνα, δίπλα στον θεό Διόνυσο και στον Ηνίοχο, ου δεν του άρεσε ως άγαλμα, προτιμούσε τον Ερμή του Πραξιτέλη, ευχήθηκε στην υγεία της θεάς Αθηνάς και της κόρης της Δήμητρας, Περσεφόνης. Που τ’όνομά της τον ταράζει. (…) Τον ξαναείδα πολλές φορές. Αλλού και με άλλους. Πάντα γοητευτικός. Θηριώδης. Με ψυχή παιδιού. Μια από τις στιγμές της ζωής μου όπου θα θυμάμαι, τον ποιητή-ηθοποιό που συνάντησα. και είδα αυτό που ήταν και που ευφυώς περιέφερε. Ή έκρυβε;»
Αυτός ήταν ο δάσκαλός μας. Μια φιγούρα αλλόκοτη, αλαφροίσκιωτη και σοφή. Τυχεροί που ήρθε στη ζωή μας, μέσα από δρόμους παράξενους και, ίσως, σε λάθος στιγμές. Δεν θα μπορούσε, όμως να είναι αλλιώς. Πάντα ακούς και συλλογίζεσαι, όταν είσαι έτοιμος γι’αυτό. Και αυτό θέλει χρόνο…!
Δημήτρης Ναπ.Γ