του Κώστα Ηλιόπουλου
Οδηγίες προς αναγνώστες:Να διαβαστεί υπό τον ήχο λαϊκών της δεκαετίας του ’60
και με τη συνοδεία άφθονης παγωμένης μπύρας.
Που τον χάνεις, που τον βρίσκεις όλο το καλοκαίρι, στη γνωστή παραλία με τα πεύκα από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Πάει σχεδόν αξημέρωτα για να πιάσει καλό πόστο, λίγο απομονωμένο από τους υπόλοιπους λουόμενους, αλλά και αρκετά κοντά ώστε να παίρνει μάτι τις όμορφες υπάρξεις. Στρώνει την πετσέτα του και μια λιλιπούτεια τέντα, που έχει ξεμείνει από μια διαλυμένη σκηνή, για να γλυτώνει από την αντηλιά. Μετά κρεμάει το ραδιοφωνάκι του, παγκοσμίου λήψεως, από κάποιο πεύκο και το συντονίζει σε έναν τοπικό σταθμό που παίζει όλο το εικοσιτετράωρο λαϊκά του ΄60. Ξεγαντζώνει τα χταπόδια από τη σκάρα και ξεφορτώνει ένα φορητό ψυγειάκι με τα απαραίτητα: συμπράγκαλα για να φτιάξει φραπέ, παγάκια και, για αργότερα, μετά από το μπάνιο, μπύρες παγωμένες όλη νύχτα στην κατάψυξη.
Αφού τα στήσει όλα, ξεντύνεται και ρίχνει την πρώτη βουτιά, πριν πλακώσει ο κόσμος κι αρχίσουν οι μανάδες να κυνηγάνε πιτσιρίκια να τα μπουκώσουν με γεμιστά και κεφτεδάκια. Κολυμπά κανά μισάωρο με απλωτές πέρα-δώθε απ’ την καντίνα ως το φάρο, μέχρι να κουραστεί και βγαίνει για να απολαύσει τον πρώτο καφέ της ημέρας. Αργά, νωχελικά, πάντα υπό τον ήχο των λαϊκών.
Η απόλαυση αυτή κρατά μέχρι τις 10, το πολύ 11. Κατόπιν περνά στο κύριο μέρος. Βγάζει ένα μπλοκάκι, στυλό, ανοίγει μπύρα κι αρχίζει να κρατά σημειώσεις. Κανένας δεν ξέρει τι γράφει τόσες ώρες σκυμμένος πάνω απ’ το λιλιπούτειο σημειωματάριό του. Ζαλισμένος λίγο απ’ τις μπύρες κάνει αυτό που πάντα τον ευχαριστούσε όσο τίποτ’ άλλο. Μηρυκάζει κάθε στιγμή της ζωής του, νοσταλγεί καλές και κακές εμπειρίες, τρώγεται με τα ρούχα του. Του πήρε πολλά χρόνια για να καταλάβει πως μόνο αυτό τον θρέφει, τον γεμίζει ενέργεια. Να φαντασιώνεται πως όλοι και όλα είναι εναντίον του, χτυπημένος είναι από μοίρα σκληρή, από άπιστες γυναίκες και φίλους προσκυνημένους, από αφεντικά κι αδέρφια. Πως όλοι τον έχουν εγκαταλείψει. Μόνος αυτός, τα λαϊκά του, οι μπύρες και το μπλοκάκι του. Ακόμα κι αν έρθει κάτι καλό στο δρόμο του, αυτός μπορεί να το χωνέψει μόνο αν το μετουσιώσει σε κάτι αρνητικό. Οι κλαυθυρμοί των τραγουδιών σιγοντάρουν αυτή την προσπάθειά του, του συμπαραστέκονται μέσα στην επιννοημένη μαυρίλα. Πίνει και καπνίζει μέχρι να αποκάνει, να γύρει στην πετσέτα του και να κοιμηθεί.
Κάποια στιγμή προς το απόγευμα ξυπνάει. Φτιάχνει καφεδάκι για να συνέλθει και ανασυντάσσει τις δυνάμεις του με ένα μακροβούτι. Βγαίνοντας συνεχίζει το εσωτερικό μοιρολόι του από εκεί που το είχε αφήσει. Έχει αρχίσει σιγά-σιγά να σουρουπώνει. η αγαπημένη του ώρα. Πόσοι χωρισμοί, πόσες ώρες μοναξιάς δεν κύλησαν μέσα του κάτω από τα χρώματα του δειλινού. Και πόσες φορές δεν υποσχέθηκε στον εαυτό του να αλλάξει ζωή, να σταματήσει να μαυρίζει την ψυχή του με επικήδειους περασμένων μεγαλείων ή τόνων στενοχώριας για μικροπράγματα. Μάταια. Πάντα επιστρέφει σ’ αυτά, όπως ο ποντικός στο τυρί που τον θρέφει και τον στέλνει στη φάκα.
Η παραλία αδειάζει σιγά-σιγά από οικογένειες. Τη θέση τους παίρνουν ζευγαράκια και παρέες νεαρών που έρχονται για νυχτερινό μπάνιο, πάρτυ γύρω από φωτιές και μάταιους όρκους αιώνιας πίστης κι αφοσίωσης. Στο βάθος περνάνε κάθε τόσο φωταγωγημένα πλοία με άγνωστο προορισμό. Φαντάζεται πως είναι γεμάτα με όσους τον πρόδωσαν, ή έτσι πίστεψε. Πλοία που τραβάνε προς άγνωστες θάλασσες, προορισμένα να έχουν την τύχη του Τιτανικού. Έτσι παίρνει την εκδίκησή του, χωρίς να χρειαστεί να κάνει τίποτα. Τα λαϊκά απ΄το τρανζιστοράκι συνεχίζουν να μπουκώνουν τις αισθήσεις του με προδωμένους έρωτες, βάσανα της ξενητειάς και μάνες που κλαίνε για τα κακότυχα παιδιά τους. Κι αυτός συνεχίζει να πίνει και να καπνίζει. Βγάζει από το ψυγειάκι κανά μεζέ, έτσι για να μην παραπονιέται το άδειο του στομάχι του, και συνεχίζει. Δεν θέλει τίποτ’ άλλο, αυτά του φτάνουν.
Αργά το βράδυ μαζεύει τα συμπράγκαλά του παραπατώντας, καβαλάει το μηχανάκι κι επιστρέφει στο σπίτι του. Καλή του ώρα του πατέρα μου, σκέφτεται, που μου άφησε αυτό το ερείπιο, αλλιώς θα κοιμόμουν καλοκαίρι-χειμώνα στην παραλία. Κι αμέσως αλλάζει το εσωτερικό τροπάριο. Αρχίζει να βρίζει τους νεκρούς γονείς του που δεν του κληροδότησαν τίποτ’ άλλο. «Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς στη Γερμανία και μου άφησαν μόνο αυτό το ερείπιο» μονολογεί.
Μπαίνοντας στο σπίτι δεν είναι σε θέση να κάνει και πολλά. Καπνίζει ένα τελευταίο τσιγάρο και πέφτει με τα ρούχα για ύπνο. Ώσπου να χαράξει θα έχει βγάλει από πάνω του τη σκόνη της προηγούμενης μέρας. Θα έχει μεταβολίσει το αλκοόλ, θα έχει ξεχάσει για λίγο την τεχνητή μαυρίλα του. Τόσο όσο χρειάζεται για να μπορέσει την επομένη να ξεκινήσει την ίδια ρουτίνα, τις ίδιες σκέψεις. Να ξυπνήσει έτοιμος για την παραλία του.
Οι παραθεριστές τον ξέρουν, ή τον μαθαίνουν πολύ γρήγορα. Δεν πειράζει κανέναν, ούτε κανένας τον πειράζει. Είναι ένα σχεδόν φολκλόρ στοιχείο των διακοπών τους και τον αποδέχονται γι’ αυτό που είναι. Εξίσου τον αποδέχονται οι συγχωριανοί του. Από τότε που, εδώ και λίγα χρόνια, άφησε την Αθήνα, τη γκαρσονιέρα του στο δεύτερο υπόγειο μιας πολυκατοικίας στη Νεάπολη, και γύρισε στο χωριό, όλοι μιλούν για έναν παράξενο αλλά άκακο άνθρωπο. Όχι ότι θα ήθελαν να του μοιάσουν, αλλά δεν τους ενοχλεί η παρουσία του. Ίσα-ίσα, τα καμώματά του δίνουν τροφή στις κουβέντες των καφενείων μεταξύ πρέφας και τσίπουρου. Κι ενώ δεν γνωρίζουν τι σκέφτεται ή ποια μεράκια τον βασανίζουν, αν τους ρωτήσεις, όλοι θα σου πουν είναι ο Νίκος ο παραλίας.