
Στον Γιάννη Ζ.
Το πανηγύρι είχε φουντώσει για τα καλά. Πάνω στην ορχήστρα ο Νίκος γαμοσταύριζε το μπασίστα που βάραγε στο γάμο του καραγκιόζη. Κάθε τόσο γύριζε προς τα πίσω και τον επανέφερε στην τάξη. Μετά, με τα δόντια κλειστά και ένα τεχνητό χαμόγελο για να μην τον πάρει χαμπάρι το κοινό, έλεγε στους υπόλοιπους, τονίζοντας κάθε συλλαβή: «γελάτε ρε, μας βλέπουνε».
Κατά τις τέσσερις το πρωί σηκωθήκαμε να φύγουμε σχεδόν παραπατώντας από τα τσίπουρα και τις μπύρες. Μια τραγουδίστρια, ο θεός να την κάνει, δηλαδή, με πήρε στο κατόπι. Με στρίμωξε κάτω από έναν πλάτανο και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Όταν τα χέρια της πήραν να κατεβαίνουν χαμηλότερα, της το ξέκοψα. Δεν είχα όρεξη για ερωτικούς εναγκαλισμούς υπό τον ήχο κλαρίνων και μπουζουκιών. Ένας άλλος της παρέας μας, είδε τι συνέβαινε και ήρθε προς διάσωσή μου. Τρέξαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και όπου φύγει-φύγει.
Εγώ αλλιώς τα ήξερα τα πανηγύρια, αλλιώς τα είχα μάθει στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και τα πρώτα χρόνια μετά τη χούντα. Ακολουθώντας τον πατέρα μου στα χωριά της Μεσσηνίας εκείνα τα χρόνια, δεν έχανα πανηγύρι για πανηγύρι. Μπορεί η οργάνωση να ήταν ταπεινή και το ντόπιο κρασί να είχε την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των πανηγυριστών. Μπορεί οι φίρμες της εποχής να γίνονταν γνωστές από τα τζουκ-μποξ και όχι από τα πρωινάδικα. Μπορεί τα ψητά κατσίκια να ήταν διασημότερα από τις γουρνοπούλες που κυριάρχησαν λίγα χρόνια αργότερα. Ή οι ντόπιες καλλονές να μη φορούσαν συνολάκια γνωστών οίκων κινέζικης μόδας. Όμως όλοι σε εκείνα τα πανηγύρια γλεντούσαν με την ψυχή τους. Ακόμα κι όταν δεν υπήρχαν λεφτά για να προσκαλέσουν μουσικούς και τα ηχεία κάποιου φορητού μαγνητόφωνου ήταν η μόνη διαθέσιμη πηγή μουσικής. Και μπορεί να ήμουν πολύ μικρός για σαρκικό έρωτα, αλλά η θέα των διψασμένων για αρσενικό μεγαλύτερων κοριτσιών, έτσι όπως λίκνιζαν τα κορμιά τους και πετούσαν τσακίρικες ματιές προς όλα τα αρσενικά της πλατείας άνω των δεκαεπτά, μου προσέφερε πολύ ανώτερες ηδονές.
Κάποια τέτοια πιτσιρίκα πρέπει να είχα σταμπάρει εκείνο το βράδυ, ήμουνα δεν ήμουνα 12-13 χρονών, στο πανηγύρι του Άι-Γιάννη του Ριγανά σ’ ένα χωριό της Πυλίας. Για χάρη της περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου μπροστά στο μαγικό μηχάνημα με τα πράσινα και κίτρινα φωτάκια, έριξα το δίφραγκο και επέλεξα τραγούδι. Βγήκα στην πίστα κι όταν ο Μπιθικώτσης άρχισε να λέει τις βεργούλες, έριξα για χάρη της ένα ζεϊμπέκικο. Η πλατεία στύλωσε πάνω μου τα μάτια της και όλοι οι μεγάλοι άρχισαν να χτυπούν παλαμάκια, ενώ ένας άγνωστος άρχισε να σπάει πιάτα στα πόδια μου.
Είχα πάνω από είκοσι χρόνια να πάω στο χωριό. Η ιδιοκτήτρια του καφενείου, μια στρουμπουλή πενηντάρα, με αναγνώρισε. Έφερε μια καράφα τσίπουρο και την άφησε στο τραπέζι: «κερασμένη από εμένα, φτάνει να χορέψεις τς βεργούλες» είπε και έκανε ένα βήμα πίσω, γελώντας σα να περίμενε να σηκωθώ.