Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια (τριάντα στην πραγματικότητα) μέχρι να σπάσω το ιδιότυπο «εμπάργκο» που είχα απέναντι στον Σαββόπουλο, αποφεύγοντας να τον παρακολουθήσω «ζωντανά»! Ενδίδοντας στην γλυκιά πίεση της συμβίας μου, είπα να δώσω στον μπαγασάκο Διονύση – και στον …εαυτό μου- μια ευκαιρία. Να δώσω τόπο στην οργή και στη μνήμη μου! Άλλωστε, μαζί του τραγουδούσε και η αυθεντική Ελένη Βιτάλη!
Ιδιότυπο το εμπάργκο απέναντί του, επειδή ένα κομμάτι της ζωής σου – όταν μάλιστα ήταν κάποτε, ολόκληρο πολιτικό, αισθητικό, κοινωνικό, υπαρξιακό κοσμοσύστημα για σένα – ακόμα και όταν το απωθείς, υπάρχει μέσα σου. Δεν έπαψα να ακούω τα τραγούδια του και να τον «παρακολουθώ». Πότε γιατί ήθελα να μαζεύω επιχειρήματα εναντίον του, για να δικαιώσω τον θυμό που ένιωθα για την «προδοσία» του Σαββόπουλου, είτε γιατί τελικά γέμιζε ακόμα η ψυχή μου, με εικόνες, ήχους και συναισθήματα, από την εποχή εκείνη που υπερασπιζόμασταν τον Νιόνιο. Έναν άνθρωπο, που δεν ήταν για μένα, απλά ένας μουσικός. Άλλωστε, άλλο τα τραγούδια και άλλο ο δημιουργός τους, όταν μάλιστα, «τα τραγούδια γίνονται πέτρες και πετροβολούν τον ίδιο, τώρα», όπως αυτάρεσκα έλεγα.
Μετά το 1989 – δίσκος: «Το κούρεμα» – οριστικοποιήθηκε η ρήξη με τον Σαββόπουλο. Μια ρήξη που προετοίμαζε η αμφιταλαντευόμενη πορεία του, τα προηγούμενα 3-4 χρόνια. Ήταν άλλωστε, μόλις το 1984, όταν με τον επίσης φανατικό σαββοπουλικό φίλο Νίκο Λεμονή, σε μια έπαρση και έξαρση της στιγμής, δηλώσαμε ότι θα σπάγαμε επιδεικτικά, τους δίσκους και τις κασέτες του Σαββόπουλου, στην πλατεία της γειτονιάς μας, (πλατεία Αγίου Παύλου), εάν επαληθεύονταν οι κριτικές και οι λοιδωρίες των φίλων μας, ότι ο αμφισβητίας με τα στρογγυλά ματογυάλια και τις τιράντες, μπήκε στο σύστημα και αφομοιώθηκε. Και ο μπαγάσας μας έδωσε τράτο εκείνο το καλοκαίρι, ακούγοντάς τον στο Δεύτερο Πρόγραμμα, στην νυχτερινή εκπομπή του «Θερινή στολή», να λέει πάλι εκείνα τα γλυκά ελληνικά «αναρχοαυτόνομα» λόγια του, που χάιδευαν τ’αυτιά μας και δυνάμωναν τα τείχη του κόσμου μας. Θυμάμαι, με πόσο πάθος και δικαίωση, έτρεξα μεσάνυχτα να «απαντήσω» στον αδερφό μου-βασικό επικριτή του Σαββόπουλου – ότι ο Νιόνος δεν άλλαξε και να, λέει τα δικά του, τα …δικά μας και πάλι και «ας μην χαίρεστε εσείς, που θεωρείτε ότι μας πούλησε και αφομοιώθηκε». Κι ας ήταν αυτός που μου χάρισε ένα σπάνιο πια, μικρό αγαλματάκι του Νιόνιου…!
Άλλωστε, ένα χρόνο πριν, τον Σεπτέμβρη του 1983, η σαββοπουλική μαθητική παρέα της τάξης μας (Γιώργος Μαρ., Φίλιππος Βαφ.,) κάναμε κοπάνα για να τον δούμε να απογειώνεται συμβολικά – αλλά, αλίμονο, και αληθινά – στο Ολυμπιακό Στάδιο, θέλοντας να μας ευχαριστήσει, αλλά και να μας «αποχαιρετίσει». Βγάζοντας τα «τραπεζάκια του έξω», αποφασισμένος να σταματήσει την «υπόγεια διαδρομή του». Κι αν κάτι ψιλιαζόμασταν το βράδυ εκείνο, η ανόητη κριτική μας, εστιαζόταν πως η αλλαγή του Διονύση, ήταν ότι έβαλε νταούλια και «δημοτικά» στο δίσκο του! Επιλεκτικά ξεχνώντας, ότι ο Σαββόπουλος ποτέ δεν λοιδόρησε τη μουσική μας παράδοσή, πότε στον Μπάλο και τη Μαύρη Θάλασσα ή πότε με την Δόμνα Σαμίου. Παντρεύοντάς την με σύγχρονους ήχους, με τρόπο οικείο. Σκαλώσαμε, σε μια μικρή λεπτομέρεια, πιθανά για να μην παραδεχτούμε την μεγάλη αλλαγή που αναφαινόταν ότι έρχεται.
Η αμφιβολία, αλλά και η …αποδοχή, μεγάλωσε διαβάζοντας το 1985, το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, «Για τον Σαββόπουλο». Εκεί ταυτίστηκαν οι δρόμοι μου και με τους δυο ακόμα πιο πολύ. Έχουμε δίκιο! Κοινωνική αμφισβήτηση, τρίτος κόσμος και αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις, ο Μάο, αλλά και ο «αναρχοαυτόνομος» Έλληνας, που τραγουδά τον Καραγκιόζη και δημοτικά, πιάνοντας το χέρι του Ντίλαν και του Ζάππα, στο εκπληκτικό «Βρώμικο ψωμί» και τον «Μπάλλο» ή συνομιλώντας με τους …χίππυδες στο «Περιβόλι του τρελού»! Όμορφα, όλα και διεθνικά, αλλά … ελληνικά. Άλλωστε, η νεανική φευγάτη ματιά του «Φορτηγού», σε άλλους κόσμους και πολιτισμούς, διόλου δεν έδιωχνε την συγκίνηση για την «Μαύρη θάλασσα» και τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα, που τριγυρνούν σε ιστορικούς τόπους «ελληνικούς» …«Στα μάγια και στα όνειρα, καμπάνα και καντήλα, Πόλη, Βάρνα, Οδησσός, Κωστάντζα και Μπραΐλα και σε χρόνο μυστικό σαν ηφαίστειο του Αίμου, λεγεώνες του πολέμου»
Η αριστερά, κοινωνική αμφισβήτηση της αναλώσιμης πραγματικότητας που μας έδιναν τα κόμματα, μια άλλη «αριστερά» ταυτισμένη με τον ελληνισμό –αφού η δεξιά ήταν ξεπουλημένη και παρασιτική– ανέμιζε στο μυαλό μας, να βάλει στα όργανα φωτιά, με ρυθμούς ρεμπέτικους του Μάρκου, ενάντια στα «παιδιά που΄ναι στο κόμμα» και με την άγια «Ωδή στον Γεώργιο Καραισκάκη» που ήταν ταυτόχρονα και ο Γκεβάρα.
Kι όταν πίστεψα, τελείως ελαφρόμυαλα, ότι η στροφή του Σαββόπουλου στη νεορθοδοξία, ήταν η «συντηρητικοποίηση» που μας έλεγαν , δεν φανταζόμουν ότι αργότερα θα μπει στο σύστημα με τα μπούνια, όταν θα «γλύφει» τον Μητσοτάκ, θα παρελαύνει με τον Βαρβιτσιώτη στον Έβρο και αργότερα θα εκθειάζει τον Σημίτη, τον λογιστάκο που θα σώσει την Ελλάδα. Εκσυγχρονιστής, ο Σαββόπουλος με τους «Κωλλοέλληνες» και τα καύσιμα που ακρίβυναν στο πρώτο μνημόνιο και δεν μπορούσε να πετάξει με το ελικόπτερο στο Πήλιο, πού είχε την μεγαλοαστική πια, φωλιά του. «Κωλλοέλληνα, τον έλεγα και εγώ που μου «έπαιρνε την αλήθεια μου και μου την έκανε πτώμα». Αυτός που ταύτιζε όλο το δυναμικό ενός μαχόμενου ριζοσπαστικού συνθετικού ελληνισμού του ΄30, του ΄60 και της επαναστατικής σύνθεσης του τόπου με την …Καλομοίρα και την τυχοδιωκτική Ολυμπιάδα!
Ένας καθρέπτης δίχως μνήμη, ήθελα να είναι ο Σαββόπουλος, τότε. Μα πως μπορεί να μην έχει μνήμη ένας καθρέπτης, όταν μέσα κοιτάς το πρόσωπό σου και τις δικές του αλλαγές;. Από εκείνα τα μεσάνυχτα του 1979, που άκουσα πρώτη φορά, στο ράδιο, έναν βραχνοκόκκορα να τραγουδά για τα «παιδιά που τα ξέρουν όλα» και μαγεύτηκα και το παρόν και το μέλλον στροβιλίστηκε ως τα σήμερα. Χωρίσανε οι δρόμοι μας πια, μα ο καθρέπτης μένει!
Δημήτρης Ναπ.Γ