Για τις Πανελλαδικές, της …Ελλάδας!

OIF

του Νίκου Γ. Λεμονή

Οι πανελλαδικές εξετάσεις – που ξεκίνησαν σήμερα- είναι μια πρωτότυπη ελληνική διαδικασία. Πρωτότυπη και παραδοσιακή ταυτοχρόνως. Ιδιαίτερη και μοναδική σε όλο το μέχρι σήμερα γνωστό σύμπαν.
Σε μια Ελλάδα που έχει αλλάξει ραγδαία τις δυο προηγούμενες δεκαετίες οι πανελλαδικές (που κάποτε λέγονταν πανελλήνιες) παραμένουν ένας από τους ελάχιστους χειροπιαστούς μας δεσμούς με το παρελθόν. Με την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας. Κάτι σαν τους δυο-τρεις τελευταίους λατερνατζήδες που περιφέρονται ακόμα, περισσότερο σαν τουριστική ατραξιόν, στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας ή σαν τα σουβλάκια του «Λευτέρη» στη Σατωβριάνδου.

Η σκούφια των πανελλαδικών κρατά από τις παλαιότερες εισαγωγικές εξετάσεις του «ακαδημαϊκού» συστήματος, όπου κάθε πανεπιστημιακή σχολή οργάνωνε ξεχωριστά τις δικές της και στις οποίες διαγωνίζονταν ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων σε ένα ή περισσότερα πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά ιδρύματα για έναν πολύ μικρότερο αριθμό θέσεων στο πρώτο έτος της κάθε σχολής. Αργότερα, αν θυμάμαι καλά επί Γεωργίου Ράλλη υπουργού παιδείας, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ένα ενιαίο σύστημα εξετάσεων για τους τελειόφοιτους της τελευταίας τάξης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής μας, υπό την άμεση διαχείριση και εποπτεία του τότε καλουμένου Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Πολλοί οι υποψήφιοι, εν δυνάμει όλοι οι απόφοιτοι της τελευταίας τάξης των λυκείων, και λίγοι οι εισακτέοι στα πανεπιστήμια, στα πολυτεχνεία, στις ανώτατες σχολές και στα τότε ΚΑΤΕΕ, αργότερα ΤΕΙ, πιο πρόσφατα ΑΤΕΙ.

Το ίδιο το σύστημα εμπεριείχε την ύπαρξη ή της μίας ή της άλλης από τις εξής δύο κρυφές, αλλά σαφέστατες παραδοχές. Ή η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια παιδεία μας ήταν τόσο άθλια ώστε να μην είναι καθόλου δεδομένο πως κάθε νέος που την είχε αποπερατώσει έχει αποκτήσει και τα πραγματικά εφόδια για να παρακολουθήσει την φυσική της συνέχεια, δηλαδή την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ή ότι το κράτος ήταν τόσο αδιάφορο για την ανάπτυξη της παιδείας μας που προτιμούσε να αποκλείει τον συντριπτικά μεγαλύτερο αριθμό των αποφοίτων λυκείων από τα πανεπιστήμια μας παρά να επενδύει στη δημιουργία σχολών και υποδομών για την απορρόφησή τους.

imagesΌτι κι απ’ τα δύο να συνέβαινε γεγονός είναι πως το σύστημα των γενικών, πανελληνίων, πανελλαδικών (πες το όπως θες) εξετάσεων δημιούργησε μερικές απόλυτα ελληνικές μοναδικότητες. Στην περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων οι ίδιες οι εξετάσεις ήταν αυστηρά η πρώτη είδηση στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες. Μπορεί να γινόταν ο νιοστός αραβοϊσραηλινός πόλεμος, μπορεί να συναντιόταν ο Μπρέζνιεφ με το Κάρτερ για τον έλεγχο των εξοπλισμών ή ο Ρήγκαν με τη Θάτσερ για την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, μπορεί να γινόταν το ριφιφί του αιώνα ή να έκλεβαν τη Μόνα Λίζα απ’ το Λούβρο, μπορεί να ξεσπούσε πετρελαϊκή κρίση ή να έλεγε ο Αντρέας «βυθίσατε το Χόρα». Τίποτα από αυτά δεν είχε μείζονα των εξετάσεων σημασία, τίποτα δεν μπόρεσε ποτέ να εξοβελίσει από την πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων τα ζητήματα των πανελλαδικών. Κι ανάμεσά τους ο βασιλιάς της «πανελλαδικολογίας», κάθε χρόνο ο ίδιος: το θέμα που έπεσε στην έκθεση…
Η μέρα της ανακοίνωσης των ονομάτων των εισακτέων ήταν και ο απόλυτος θρίαμβος του συστήματος. Κάτι σαν το Πάσχα για την Ορθοδοξία, την πτώση της Βαστίλης για την Γαλλική Επανάσταση ή το Euro 2004 για την Εθνική Ελλάδος. Όλη η χώρα παρέλυε.Το ραδιόφωνο (σε εποχές μάλιστα που υπήρχαν μόνο κρατικοί σταθμοί) επί ώρες, σε εθνικό δίκτυο, ανακοίνωνε τα ονόματα των επιτυχόντων («Πολιτικό Νομικής Αθηνών, Βουρδούμπαση Ευανθία του Δημητρίου και της Φωτούλας») , το ίδιο και η κρατική τηλεόραση. Αν ήθελες απλά ν’ ακούσεις κάνα τραγουδάκι έπρεπε να ψάξεις για πειρατικούς στα fm. Η Ένωση Συντακτών εξέδιδε ειδικό έντυπο με τα αποτελέσματα. Οι υποψήφιοι, οι γονείς τους, παππούδες και γιαγιάδες, αδέλφια, ξαδέλφια, θείοι και θείες, συγγενείς έως τετάρτου βαθμού, γείτονες της γειτονιάς και των όμορων συνοικιών, όλο το χωριό, καθώς και στενοί ή λιγότερο στενοί φίλοι, ξενυχτούσαν το προηγούμενο βράδυ από την αγωνία. Το άλλο πρωί η μητέρα του εισακτέου δάκρυζε από συγκίνηση καθώς ψώνιζε στον τοπικό μανάβη και δεχόταν τα συγχαρητήρια όλης της περιοχής. Ο ευτυχής γονιός του εισακτέου έπαιρνε άδεια να φύγει στις 11 απ’ τη δουλειά κι οι συνάδελφοι τον χτυπούσαν στην πλάτη με έναν καλό λόγο: μπράβο ρε Μπάμπη, πιάσαν τόπο οι κόποι σου». Κι ο ίδιος ο εισακτέος είχε την ιερή υποχρέωση να κεράσει τους φίλους του για την επιτυχία του.

Τι νόημα είχαν όλα αυτά; Η συλλογική υστερία της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο; Η εξαιρετικότητα δηλαδή της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που για τους περισσότερους από τους πολίτες της Ευρώπης τουλάχιστον, δεν συνιστούσε παρά ένα ζήτημα ρουτίνας;
Μεγάλο! Μα μεγάλο εξ αδρανείας, από συνήθεια περισσότερο παρά από πραγματική ανάγκη. Κάποτε, στα χρόνια του ’50, του ’60, ακόμα και του ’70, σε μια Ελλάδα παλιά και ντεμοντέ, εμφυλιακή, φοβική και εμπαθή, πτωχή πλην τιμία, πατενταδόρικη και ολίγον αλανιάρα, ευρωλάγνα και ταυτοχρόνως κλεισμένη στον εαυτό της, οι σπουδές, το πανεπιστήμιο, το να έχεις «ένα χαρτί στα χέρια σου» συνιστούσε τον μοναδικό ασφαλή (και νόμιμο) δρόμο προς την αξιοπρέπεια. Οικονομική και κοινωνική. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, δεν ήταν η βεβαιότητα ή έστω η υπόθεση του πλουτισμού, δεν ήταν το ασφαλέστερο διαβατήριο κοινωνικής ανέλιξης. Αλλά σε εποχές που και τα δύο -και η κοινωνική και η οικονομική αξιοπρέπεια του ανθρώπου – δεν ήταν καθόλου μα καθόλου δεδομένα, οι σπουδές ήταν κάτι, κάτι λίγο, αλλά έστω «κάτι».

Αργότερα τα πράγματα άλλαξαν, όμως είναι γνωστό -και ειδικά στην Ελλάδα- πως οι κοινοί τόποι δεν ακολουθούν πιστά της αλλαγές της πραγματικότητας. Έτσι η εμμονή με την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο συνέχισε να ζει, να βασιλεύει και να αποτελεί έναν από τους σταθερότερους συλλογικούς κοινούς τόπους του λαού μας. Νομίζω πως περισσότερο από κάθε άλλο, αυτή την αντίφαση ανάμεσα στην εμμονή και στην πραγματικότητα την έζησε η δική μου γενιά. Από γονείς συνειδητοποιημένους σ’ εκείνη την Ελλάδα του ’50 και του ’60 κληρονομήσαμε, ολίγον δια της διαπαιδαγώγησης, ολίγον δια της πειθούς και πολύ περισσότερο δια του πειθαναγκασμού την εμμονή τους για το πανεπιστήμιο και τις σπουδές εν γένει.
Θυμάμαι την θεολόγο μου στο Γυμνάσιο και μητέρα του καλύτερου και πιο αναγκαίου μου φίλου, να απαντά στην ερώτησή μας για το τι θα γίνει αν δεν πετύχουμε στις εισαγωγικές: «τι θες να γίνει; θα δίνετε και θα ξαναδίνετε μέχρι να πετύχετε» No way out, έτσι απλά.
Θυμάμαι επίσης τον πατέρα μου το Γιώργο να επιμένει σε κάθε μας διένεξη για το εκπαιδευτικό μου μέλλον, πως μόνο «πάνω απ’ το πτώμα του» θα υπήρχε η περίπτωση να μην επιλέξω να πάω πανεπιστήμιο. Εμμονή που την πλήρωσε πανάκριβα. Για τις σπουδές μου κατανάλωσα τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής.Της δικής του ζωής, όχι της δικής μου…

Αν και ως μαθητής τις πανελλαδικές τις αντιμετώπισα πολύ χαλαρά, με ένα στυλό και ένα χαρτί διπλωμένο στην κωλότσεπη σε όλη τη διάρκεια τις Τρίτης Λυκείου, σήμερα τις μισώ.
Τις μισώ γιατί όσο γραφική και παραδοσιακή κι είναι, παραμένει ανυπόφορη όλη αυτή η συλλογική μας υστερία με το θέμα.
Τις μισώ επίσης γιατί το σκληρό διάβασμα που προϋποθέτουν μου κλέβει ή μου μισοκλέβει (έστω προσωρινά), τους καλύτερους ποδοσφαιριστές μου, σε μια πολύ νευραλγική περίοδο για την φυσική, ψυχική και πνευματική τους ολοκλήρωση στο ρόλο του αθλητή και στην κατάσταση του ανθρώπου.
Τις μισώ τέλος από αλληλεγγύη στα παιδιά που πρέπει να τις υποστούν, ενώ μπαίνει το λαμπρό ελληνικό καλοκαίρι και άντε να του αντισταθείς και να ασχοληθείς με συναρτήσεις κι άλλα τέτοια γαμώ την αγανάκτηση.

Υ.Γ.: Ο μεγάλος μου γιος έκλεισε τα τέσσερα εδώ και λίγους μήνες. Αν και δεν επείγει ακόμα έτυχε ένα βράδυ να πιάσω τη συζήτηση με τη μητέρα του για το μέλλον του:
_ «Κι αν δεν θέλει να πάει στο πανεπιστήμιο;»
_»Τι, να μην πάει ο Γιώργος στο πανεπιστήμιο;;; Μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου…»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s