Οι τελευταίες πορείες διαμαρτυρίας στο Κέντρο της Αθήνας, με τους εργαζόμενους στην Eldorado-Μπόμπολα από τη μια, και τους διαδηλωτές ενάντια στην εξόρυξη από την άλλη, έφτασαν την πόλωση αλλά και τις αντιφάσεις στα άκρα, ιδιαίτερα ύστερα από τη συγκρότηση της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Εργάτες εναντίον εργατών; Ξεπουλημένοι εναντίον υπερασπιστών γης; Βιομηχανισμός εναντίον μικρομεσαίας τουριστικής οικονομίας; Ο φόβος της ανεργίας ενάντια στην εξασφάλιση του μεροκάματου μέσα από παρασιτικές μικροδουλειές; Καταστροφείς της φύσης στο όνομα της επιβίωσης και του Μπόμπολα και ντόπιοι που αγαπούν τον τον τόπο τους και τη φύση του; Σίγουρα όλα αυτά συμβαίνουν και μάλιστα θεωρώ ότι η πιο αντιστασιακή μορφή που εκδηλώθηκε τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα, αφορούσε υπεράσπιση τόπων (Κερατέα, Σκουριές, Θράκη, αντιστασιακοί Δήμοι ενάντια στον Φούχτελ, κ.α) που φόβιζε περισσότερο τους ντόπιους και ξένους δυνάστες σε σχέση με επαναλαμβανόμενες κομματικές λιτανείες στο κέντρο της πόλης οι οποίες δεν εντάσσονταν σε ένα συνολικό πλαίσιο αμφισβήτησης του μοντέλου ζωής και ανάπτυξης.
Όμως, μέσα στην αναστροφή της ιστορίας και τις αντιφάσεις της, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε και τους εργατικούς αγώνες των μεταλλωρύχων που αποτελούν ζωντανή ιστορία του τόπου μας. Όχι σε αντιπαράθεση με την δίκαιη πεποίθησή μας ότι η εξόρυξη αυτή δεν πρέπει να γίνει -τουλάχιστον από τους ολιγάρχες και με τον εγκληματικό τρόπο που γίνεται -αλλά επειδή θα συμβάλλει στην ώριμη σκέψη και τη σύνθεση, μακρυά από ανώριμους αφορισμούς της στιγμής.
Μάδεμ-Λάκκο (Χαλκιδική) -1977
Η μεγάλη απεργία στα Ορυχεία του Μποδοσάκη, εκείνη τη χρονιά, ήταν στην ουσία η δεύτερη πράξη στις απεργιακές κινητοποιήσεις των 560 μεταλλωρύχων των ορυχείων. Η πρώτη πράξη, ήταν το 1975, όταν οι εργάτες κατεβαίνουν σε απεργία διαρκείας διεκδικώντας βελτίωση των συνθηκών εργασίας και αύξηση του εφιαλτικού μεροκάματου στις στοές. Οι συνθήκες εργασίας σε βάθος 200-400 μέτρων ήταν ασφυκτικές και συχνά κατέληγαν σε χρόνια αναπνευστικά προβλήματα (πνευμονοκονίαση), σε τύφλωση ή σε ατυχήματα που οδηγούσαν σε αναπηρία ή θάνατο. Τα αιτήματά των απεργών του 1975, ήταν η αύξηση του μεροκάματου από 195 σε 400 δραχμές, η ύπαρξη ιατρικής περίθαλψης στις στοές και αύξηση του επιδόματος για κάθε νέα στοά που άνοιγε. Μποδοσάκης, κρατικός μηχανισμός καταστολής(χωροφύλακες) και το εργοδοτικό σωματείο (απεργοσπάστες), ήρθαν αντιμέτωποι με τους μεταλλωρύχους, οι οποίοι έπειτα από 3 μήνες απεργία, κέρδισαν τα αιτήματά τους.
Επειδή όμως οι συνθήκες εργασίας δεν άλλαξαν ουσιαστικά τα επόμενα χρόνια, οι 500 πια μεταλλωρύχοι, κατεβαίνουν σε νέα απεργία στις αρχές του Μάρτη του 1977. Ο νόμος 330 (Υπουργός Εργασίας ο Λάσκαρης) περί περί εργατικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών ελευθεριών», που ψηφίστηκε το 1976, καθιστά πιο δύσκολο τον αγώνα, καθώς ουσιαστικά περιστέλλει οποιαδήποτε μορφή απεργιακής πάλης. Μάλιστα ο Υπουργός δηλώνει:»…δεν υπάρχει πια εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, (…) δεν θα επιτρέψομεν την πάλην των τάξεων»!.
Όμως οι εργάτες συνεχίζουν να απεργούν με αιτήματα για αυξήσεις μισθών, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, μέτρα ασφαλείας και πρόσληψη γιατρών λόγω των πολλών ατυχημάτων στις στοές. Ο Μποδοσάκης αρνείται τον διάλογο με τους εργάτες και απολύει τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα του Σωματείου, 3 ημέρες μετά την έναρξη της 48ωρης απεργίας.
Οι μεταλλωρύχοι μαζεύονται για διαμαρτυρία έξω από τα γραφεία της εταιρείας, στο Στρατώνι. Λίγες μέρες μετά καταλαμβάνουν τα εργοτάξια της Ολυμπιάδας και του Μάδεμ-Λάκκο εμποδίζοντας τους απεργοσπάστες. Τα ΜΑΤ και οι ροπαλοφόροι της εργοδοσίας κυκλώνουν το εργοτάξιο και οι μεταλλωρύχοι κλείνονται στις στοές απειλώντας να τις ανατινάξουν εάν γίνει επίθεση. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών τρέχουν σε συμπαράσταση των εργατών και συγκρούονται με την Αστυνομία, καθ’όλη τη διάρκεια της νύκτας. Τις επόμενες ημέρες, σημειώνονται καταστροφές στα χωριά, στα σπίτια των απεργοσπαστών. Οι εργάτες, προκειμένου να διαδώσουν τον αγώνα τους, καλούν σε συγκέντρωση στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, η οποία δε θα πραγματοποιηθεί καθώς ισχυρές δυνάμεις τους εμποδίζουν να μπουν στην πόλη.
Η διαρκής αστυνόμευση και καταστολή, οι συλλήψεις και οι δίκες αρχίζουν να μαραζώνουν τον απεργιακό αγώνα και να παρατηρείται διάσταση ανάμεσα στους πιο μαχητικούς και τους περισσότερο συντηρητικούς εργάτες. Έτσι στη Γενική Συνέλευση που συγκλήθηκε την 1η Οκτωβρίου η συνδικαλιστική ηγεσία προτείνει την ελαχιστοποίηση των αιτημάτων ως ένδειξης καλής θέλησης και «μέσης λύσης» και προτείνει την απόσυρση των όλων των αιτημάτων πέρα από κείνα που αφορούν την ανάκληση των απολύσεων και το επίδομα της ανθυγιεινής εργασίας. Πρόταση που εντέλει υπερψηφίζεται. Η εργοδοσία όμως στις 22 Οκτωβρίου, προχωρά σε 250 απολύσεις χωρίς αποζημίωση των απεργών μεταλλωρύχων και εξαγοράζει συνδικαλιστές για το οριστικό σπάσιμο της απεργίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, με ψήφιση του νόμου 1264/82, ο οποίος προέβλεπε την επαναπρόσληψη των απολυμένων που συμμετείχαν στις απεργίες του ’70, οι απολυμένοι επιστρέφουν στα μεταλλεία. Οι εφημερίδες, παρουσιάζουν ως «νίκη των μεταλλωρύχων» την επαναπρόσληψη, παρ΄όλο που οι απώλειες από τη μεριά των εργατών ήταν πολύ μεγάλες και δύσκολα μπορούν να στοιχειοθετήσουν αυτό τον χαρακτηρισμό, που περισσότερο περιγράφει την επανόρθωση μιας πλευράς μόνο του απεργιακού αγώνα τους, μετά την άγρια καταστολή της με όλα τα μέσα.
Δημήτρης Ναπ.Γ