– Πηγαίνετε, κύριε, του λέω…

Για τη μεγάλη κυρία Πόλυ Πάνου

Για την ημέρα της γυναίκας. Για τις Κυρίες. Η μυστική σύνδεση των μεγάλων τραγουδιστριών από την Νίνου και τη Μπέλου, στη Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια, την αξεπέραστη Πόλυ Πάνου. Που από μικρός τη θεωρούσα μια λαϊκή ιέρεια της γυναικείας αξιοπρέπειας, της ερωτικής δωρικότητας της εποχής της, ενός ατόφιου «γυναικείου φεμινισμού», προτού η λέξη εκπέσει στο «φαλλικό, φεμινιστικό τσαμπουκά» ή στον «πολιτισμό του maxresdefaultξέκωλου».

Και δεν ήταν ερωτική η γοητεία της Πόλυ Πάνου, καθώς τη θυμάμαι πάντα να δείχνει μεγάλη, αλλά αυτή η οικειότητα μιας κυρίας της οικογένειά μας, της συνοικίας μας. Πιότερο σαν κάτι θειάδες μου, που μακρυά από το νησί μεγάλωναν, έκαναν οικογένεια, ανάστησαν και σπούδασαν παιδιά, εργάζονταν σε κυλικεία και βιοτεχνίες, παίρνοντας το λεωφορείο της γραμμής κάθε πρωί και ζύμωναν τα όνειρα με την αξιοπρέπεια και το μαγειρευτό κυριακάτικο φαγητό στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά: Ανθούπολη, Βύρωνας, Πέραμα…

Ο εξαιρετικός συγγραφέας, φιλόλογος, συνθέτης και λαογράφος Θωμάς Κοροβίνης, γράφει για την Πόλυ Πάνου, στο βιβλίο του, «Τι πάθος ατελείωτο. Κι άλλες ιστορίες»-Εκδόσεις Άγρα:

«Ήρθε το περασμένο Σάββατο κάποιος τζιτζιφιόγκος, ένας λιγούρης. Φορούσα τουαλέτα από ωραίο ταφτά στο χρώμα του πάγου, ραμμένο στους Μαυρόπουλους, στο ατελιέ. Έξωμο, καβαδούρα, λιγάκι αποκαλυπτικό στο μπούστο, τολμηρούτσικο σύνολο. Είχα φτιαχτεί για τραγούδι. Κάτσε καλά η ορχήστρα (…) Είχε γίνει χαμός από κάτω, σηκώνονταν όρθιοι. Μπουκάρει ο λιμοκοντόρος στα καμαρίνια.  – Την Πόλυ θέλω, την Πολάρα. Μου τον στέλνουν – Παρακαλώ, κύριε – Πόλυ μόλις σχολάσεις, μωρό μου, θα είμαι στημένος απ’έξω. Σε πήρα και φύγαμε. Είμαι ο τάδε. Έχω την τάδε φάμπρικα. Μπάστε, ρε φίλε! Πήρες πράσινοι φως; Από που κι ως πού με προσφωνεί «μωρό μου», αγάπη μου; Και φιγούρες με τα φράγκα του! Σιγά τον πολυέλαιο! Δε μ’αρέσουν εμένα τα σαλιαρίσματα. Ούτε προστυχόλογα σηκώνω! Άκου! Την ψευτομαγκιά και τη φιγούρα τα σιχαίνομαι. Ο άντρας πρέπει να έχει αυτοσεβασμό, να ξεχωρίζει απ’το κιμπαρλίκι του.  – Πηγαίνετε, κύριε, του λέω. 

Παρακάτω…:

«Θέλει μέτρο το τραγούδι, φίλε μου. Μπαίνει μια μέρα η Μπέλλου στα καμαρίνια, μ’ένα σκούρο παλτό, το ’53 ήτανε, πρώτη μου χρονιά στο πάλκο και πιάνει τον Μπιθικώτση απ’το γιακά – αυτός μ’έβγαλε, δεκατριών χρονών μωρό ήμουνα, στη πλατεία Βάθη και με Καλδάρα μαζί- και του λέει : «Έλα δω, ρε πούστη, που τη βρήκες αυτήν; Αυτή θα σκίσει!» 

Δημήτρης Ναπ.Γ

 [Το τραγούδι γράφτηκε από τον Στέλιο Χρυσίνη σε στίχους Θεοδώρας Γελαδάκη]

ÓÕÍÅÄÑÉÁÓÇ ÕÐÏÕÑÃÉÊÏÕ ÓÕÌÂÏÕËÉÏÕ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s