Μέρες Πολυτεχνείου. Μέρες επετείου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, να συμμετέχει σε σχολικές «γιορτές» για την επέτειο του Πολυτεχνείου, αυτό που ξεχωρίζω είναι η αμηχανία μου να… συμμετάσχω. Μόνο τα τραγούδια του Λοίζου και του Μίκη, έκαναν ανεκτή την σχολική γιορτή, στ’αυτιά μου και στα μάτια του νου μου. Ένα συναίσθημα παράξενο, οι μέρες εκείνες. Το Πολυτεχνείο, δεν μας ανήκε, δεν ήταν ιδιοκτησία μας. Η ιδιοκτησία του, είναι … κλοπή.
Πολύ φασαρία, κομματικός ναρκισσισμός και εφηβική έπαρση. Κοιτούσα ότι συνέβαινε, από μια απόσταση, νιώθοντας – ίσως και αυστηρά – την ύβρη που αναδυόταν από εκείνες τις γιορτές. Οι ΠΑΣΟΚΟΙ με ντουντούκες, αυριανοί «πρασινοφρουροί» και κομματικοί προπαγανδιστές, να εξαργυρώνουν, όπως και οι μεγάλοι, την λαϊκή ρίζα και αγωνιστικότητα, των προηγούμενων χρόνων. Οι ΚΝΙΤΕΣ, με το προσφιλές καπέλωμα της εξέγερσης και της επετείου, ξέπλεναν κάθε χρόνο, εκείνο το ιστορικό πια, δημοσίευμα της ηγεσίας τους, για τους «300 προβοκάτορες του Ρουφογάλη». Oι ΟΝΝΕΔΙΤΕΣ, η ΜΑΚΙ για την ακρίβεια, σχεδόν πάντα έξω από τα σχολεία της περιοχής, να αμφισβητούν τον αγώνα και τους νεκρούς, πριν καταλήξουν οι γιορτές μας, συχνά, σε σκαμπίλια και κλωτσιές με τους κομματικούς Ρείντζερς και τους Κενταύρους. Που πολλοί ήταν φίλοι μας, μαζί παίζαμε στις γειτονιές. Και ίσως το πάθος και η οργή να έκρυβε μια επιθυμία να ήταν κι αυτοί μαζί μας – δραπετεύοντας από τις εμφυλιοπολεμικές οργανώσεις τους – σε έναν αγώνα κοινό για την πατρίδα μας και τον λαό της
Σα να έψαχνα τις απόλυτες έννοιες και αλήθειες. Να ξορκίσω ήθελα το αυριανό βόλεμα και τον κομφορμισμό, που έβλεπα να βγαίνει στην επιφάνεια, μέσα από υπερβολές. Θα υπερασπίζονταν οι φίλοι μου, αύριο, την κληρονομιά εκείνης της κοντινής μας γενιάς;
«Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι».
Η δική μου τελετουργία, ξεκινούσε, μετά τις σχολικές φανφάρες, στο σπίτι. Μακριά, απ’ολα, τα προηγούμενα. Η φωνή του Δημήτρη του Παπαχρήστου, υπέροχο στοιχειό, στις προσμονές της προσωπικής και κοινωνικής ανατροπής. Δυνατή φωνή, περήφανη και καθάρια, με λυγμό για τον τόπο μας, την εξέγερση των καταπιεσμένων και της νεολαίας, του λαού. Σε χρόνο, ανύποπτο, είχα μαγνητοφωνήσει σε κασέτα, ένα ραδιοφωνικό αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο, με πρωταγωνιστή αυτή την φωνή, τη φωνή της απόγνωσης και ταυτόχρονα της ελπίδας. Τη φωνή της απόγνωσης, τη φωνή της δύναμης. Όταν τέλειωναν οι παράτες, γυρνούσα σπίτι, κλεινόμουν στο δωμάτιο και όλο το «Πολυτεχνείο», ξεδιπλωνόταν σε μια κασέτα. Το μονοφωνικό Philips, απελευθέρωνε στιγμές μοναδικές. Συγκίνηση, κλάμα, ελπίδα. Χαροποιό πένθος. Κάθαρση. Αποτίμηση και φόρος τιμής σε όσους το έζησαν. Για το Πολυτεχνείο, που δεν ήτανε γιορτή… Για το τώρα, που πάλι «άοπλοι» είμαστε…
Υ.Γ Το άρθρο αφιερώνεται στον πατέρα μου, έναν απλό αγωνιστή της ζωής, που τώρα οι πεφωτισμένοι «επαναστάτες» θα το έλεγαν νοικοκυραίο! Αυτόν που το ξημέρωμα του Πολυτεχνείου, δεν βρήκε το αυτοκίνητό μας, ένα παλιό Οπελ Ολύμπια, εκεί που το πάρκαρε και αργότερα το είδε παρατημένο στη μέση του δρόμου, οδόφραγμα στο μακελειό της προηγούμενης νύχτας, στη μέση τη οδού Λιοσίων, μετά την Ακομινάτου. Γύρισε σπίτι ήρεμος, να μας πει να μην ανησυχούμε. Πήγε ήσυχα και φυσιολογικά, μέσα από τους αστυφύλακες και το πήρε, χωρίς βρισιές και αγανάκτηση για τους νεαρούς με τα μακρυά μαλλιά, σίγουρος ότι ακολουθεί το λαϊκό συναίσθημα ενός λαού, που ήθελε να βάλει εμπόδια στους εξουσιαστές του. Σίγουρος για τις απλές και ουσιώδεις λέξεις με τις οποίες απάντησε στην ερώτησή μου, κάνα δυο χρόνια πριν, εν μέσω δικτατορίας :
– Τι είναι χούντα, μπαμπά;
– Να μην μπορείς να μιλάς ελεύθερα, παιδί μου…
Δημήτρης. Ναπ. Γ