
Πέρα από την λάμψη του EURO 2008 και τις υστερικές κραυγές του «νικητή», προσεγγίζω το ποδόσφαιρο –όντας ακόμα ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής – στο κέντρο της ψυχής του. Στις αντιφάσεις του και στις κοινωνικές του παραδόσεις που δίνει πνοή στις παρέες και βοηθά να μάθεις τον εαυτό σου και τους γύρω σου.
Άλλωστε η ελληνική πρωτιά, το 2004, εξέφρασε κάτι για το οποίο το ποδόσφαιρο, είναι μοναδικό : το απρόβλεπτο, το ατίθασο, το παράδοξο, το μη αναμενόμενο. Ότι μπορεί στην ζωή να κερδίζουν, ενίοτε και οι outsiders. H πλέον βαρετή ποδοσφαιρικά ομάδα, η θεαματικά άχρωμη και μονότονη σε τακτική και εμπνεύσεις Ελλάδα, κέρδισε το τρόπαιο!!!.
Πιθανόν, γιατί γνώριζε τις αδυναμίες της και συμμάζεψε τα –αδιάφορα για το «εικαστικό» μέρος του ποδοσφαίρου, αλλά σημαντικά για το πάθος της επιβεβαίωσης – ταλέντα της.
Στον κόσμο του κέρδους, της ορθολογικότητας, της ατελέσφορης συλλογής τίτλων, των οικονομοτεχνικών συστημάτων και της «ατσάλινης λογικής του νικητή», έ, ήταν κι αυτό κάτι (τα υπόλοιπα βέβαια, περί πειρατικών που …κούρσεψαν και έδειραν, με περικεφαλαίες ή χωρίς, αλλά με χλαμύδες, μόνο γραφικά φαντάζουν).
Η ουσία, όμως του ποδοσφαίρου, κορυφαίου «οικουμενικού πάθους», βρίσκεται, όπως και τα περισσότερα γνήσια ή «μυθικά» γεγονότα της ζωής, στην παιδική μας ηλικία. Η μεγάλη αγάπη των παιδιών και η μαγική ψυχοσύνθεσή του ίδιου του αθλήματος, αφού ισορροπεί με εντυπωσιακό-σχεδόν μυθικό- τρόπο, την ανάγκη για ενεργητικότητα και παιγνίδι, για ευθύνη και αυτοπεποίθηση, για σύγκρουση και συλλογικότητα, για αυτονομία και αλληλοβοήθεια. Και όλα αυτά μέσα στις στοιχειώσεις φυσικές συνθήκες. Με τα πιο απλά μέσα.
Πέρα από τις εθνικές προτιμήσεις, η σχέση με το άθλημα, μοιάζει να εγκαθιστά την επικοινωνία με ένα «παγκόσμιο ασυνείδητο». Ίσως να μοιάζει το μόνο κομμάτι της παιδικότητάς μας, που διατηρούμε με τέτοιο τρόπο ζωντανό, για να μην το «προδώσουμε».
Μοιάζει το ποδόσφαιρο «βασιλιάς» και «αλήτης», βιομηχανία κέρδους και συναίσθημα, ιδεολογικό όργανο ολοκληρωτικών καθεστώτων αλλά και επαναστατική πρωτοπορία για εθνική απελευθέρωση ή ταξικούς αγώνες.
Πριν προφτάσει, όμως να τραφεί από τις αντινομίες του, φυτρώνει κυριολεκτικά στην … «φτώχεια» του και στην ίδια την ζωή. Ποιος δεν έχει παίξει «μικροί-μεγάλοι» στο δίτερμα. Ή πόσες φορές άλλοι «έκοβαν» από φιλίες ή ορκίζονταν να μην ξαναπαίξουν και την επόμενη μέρα, καταπατούσαν του όρκους για να βρεθούν στην ζεστή αγκαλιά της παρέας; Ποιος δεν έχει χρησιμοποιήσει για μπάλα, ένα κουκουνάρι, ένα τενεκεδάκι, ποιος δεν έφτιαξε γκολπόστ με δυο πέτρες;. Ποιος δεν έχει κλωτσήσει περπατώντας μια μικρή πέτρα, 2 – 3 φορές. Η αρχή του ποδοσφαίρου δεν αρχίζει μ ’αυτήν την ενστικτώδη κίνηση;.
Άθλημα, λοιπόν και τελετή, παιγνίδι και ψυχόδραμα. Δεξιότητα και τύχη. Συστήματα και τυχαίο, σε οργανική αρμονία. Μα πάνω απ’όλα τελετουργίες, συναίσθημα και μνήμες. Είναι ενδεικτικό άλλωστε, πως η γενιά μου, αλλά και μεγαλύτεροι από εμάς, στην εποχή της άρτιας τεχνολογικά εικόνας, των πολυτελών γηπέδων, των εισιτηρίων διαρκείας, βάζουν στο ζύγι τις μοναδικές στιγμές, που γήπεδο σήμαινε: Κυριακή μεσημέρι γύρω από το ραδιόφωνο, η τελετουργία της ετοιμασίας για το γήπεδο μετά το οικογενειακό τραπέζι, τα «χαρτάκια» με τις φιγούρες των ποδοσφαιριστών, η αγωνία να βρεις εισιτήριο ή τρόπο να μπεις τσάμπα, το αυτοσχέδιο δίτερμα στην πλατεία ή στην αλάνα –και τόσα άλλα.
Άλλη μια μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση ξεκίνησε. Το ματογυάλια που επιλέγω να την παρακολουθήσω είναι δανεισμένα από τις βιωμένες παραπάνω εικόνες. Άλλωστε, έτσι δεν είναι ορατοί οι διαπλεκόμενοι Γκαγκάτσηδες και η Ε.Π.Ο, οι ρωμαϊκές φιέστες και οι παίκτες-εμπορεύματα.
Επιλεκτική όραση, λοιπόν!!!. Άλλωστε, και στους ποδοσφαιρικούς αγώνες της γειτονιάς, η αυτοθέσμιση και επιλογή δικών μας κανόνων, είχε κι αυτή μια μαγεία : «στα τρία κόρνερ…πέναλτι».
Δημ. Ν. Γιαννάτος.