ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ

@ To κλειστό καφενείο.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Την απόφαση να το κλείσει το καφενείο, ο Μάνθος ο καφετζής, δεν την πήρε εύκολα. Ήταν χρόνια που είχε βγει στη σύνταξη και το κρατούσε στο όνομα της γυναίκας του. Ήταν κι οι καιροί δύσκολοι, μέσα δεν έμπαινε, αλλά και διάφορο δεν είχε. Είχε τη γκρίνια της κυρα Ματρώνας όμως,  «αμάν πια τη ζωή σου μέσα στον καφενέ, θα τη φας;» και δόστου μπίρι μπίρι. Έπειτα ήρθαν και κάτι προβλήματα με την καρδιά , κάτι νοσοκομεία στην πρωτεύουσα, έκανε την άρρωστη καρδιά του πέτρα, ήρθε ο Σεπτέμβρης  κι έβαλε λουκέτο. Προσφέρθηκε βέβαια να το νοικιάσει σε συφερτική τιμή, αλλά ποιος να βρεθεί;

Εκείνος ο χειμώνας ήταν δύσκολος πολύ για το χωριό με τους διακόσιους και κάτι κατοίκους… δεν ξέρω αν κάποιος στη μεγάλη πόλη μπορεί να το καταλάβει αλλά το να κλείσει το μοναδικό καφενείο σε ένα τόσο δα χωριουδάκι, είναι  μαχαιριά κατάστηθη. Κι αν δεν σκοτώνει, λαβώνει βαριά. Οι χωριανοί τριγυρνούσαν στα ανηφορικά παγωμένα δρομάκια σαν τα σκυλιά τ’ αδέσποτα. Δεν είχαν μέρος να μαζευτούν πριν κατηφορίσουν για τα χωράφια. Δεν είχαν μέρος να ξαποστάσουν νωρίς το βραδάκι μετά τις αγροτικές δουλειές. Κάπως προσπάθησαν να το παλέψουν με συνάξεις και βεγγέρες, αλλά αυτά είναι σπιτικά πράγματα, καφενές δεν είναι.  Μάλιστα, ως παράπλευρη απώλεια, πολλαπλασιάστηκαν ραγδαία οι οικογενειακοί καβγάδες. Δεν υπήρχε η διαφυγή βλέπεις «για να δώσεις τόπο στην οργή».

Πολλές φορές τους έβλεπες να κάθονται στη μικρή πλατειούλα έξω από το κλειστό καφενείο μέσα στο κρύο με τις ώρες. Κοίταζαν τα κλειστά τεπέκια και την ταμπέλα που την πηγαινοέφερνε ο αέρας με βλέμμα λυπημένο. Παρότι δεν μπορούσαν να το πουν ανοιχτά, από μέσα τους έσερναν διάφορα στο Μάνθο τον καφετζή που είχε ανατρέψει τη χαμηλόφωνη, ταπεινή τους ρουτίνα. Πέρασαν τα χριστουγεννόσχολα χωρίς κεράσματα, χωρίς ευχές, χωρίς τα λιγοστά πιτσιρίκια να πουν τα κάλαντα στο καφενείο μπροστά στη θεόρατη ξυλόσομπα.

Ο Στάθης είχε μόλις απολυθεί από το στρατό. Είχε πάει εξ αναβολής, είχε τελειώσει κι ένα Τ.Ε.Ι.  Λογιστικής ή κάτι τέτοιο. Όμως καθώς δουλειές δεν υπήρχαν είχε μαζευτεί στο χωριό να δουλεύει δίπλα στον πατέρα του στα χωράφια. Και καθώς ήταν φιλότιμος καταλάβαινε ότι και για τα χωράφια δεν έκανε, και μεροκάματο δεν έβγαινε. Του μπήκε η ιδέα, παραμονές Πρωτοχρονιάς. Πήγε κι έπιασε το Μάνθο. Ο παλιός καφετζής μόνο που δεν τον αγκάλιασε να τον φιλήσει. Το νοίκι που του γύρεψε ήταν αστείο, τα μισά που γύρευε αρχικά. Από την άλλη ένα κλειστό μαγαζί ήταν εκεί πέρα, παράδες δεν του άφηνε.

Προπαραμονή των Φώτων, ο Στάθης ξεκλείδωσε το καφενείο, μπήκε μέσα κι άρχισε να καθαρίζει. Σκούπισε, σφουγγάρισε, ξεσκόνισε τις καρέκλες και τα τραπέζια, τα ξανάστησε. Προς το μεσημεράκι ήρθε κι ένα φορτηγό από τη Χώρα κι άρχισε να ξεφορτώνει προμήθειες. Γέμισε το επαγγελματικό ψυγείο, με τα χρειαζούμενα για τους απλούς μεζέδες που συνόδευαν το ρακί. Έγινε σούσουρο στο χωριό. Όπως γύριζαν από τον κάμπο, οι χωριανοί στέκονταν κι έτριβαν τα μάτια τους. Σκουντούσαν ο ένας τον άλλον. Πλησίασαν και ρώτησαν. «Ε ναι μωρέ παιδιά, το ξανανοίγω… άντε από αύριο σας περιμένω» τους είπε με χαμόγελο ο Στάθης.

Παραμονή των Φώτων το καφενείο ξανάνοιξε. Αξημέρωτα σχεδόν περίμεναν το Στάθη να βάλει το  κλειδί στην πόρτα. Μπήκαν μέσα,  κούρνιασαν δίπλα στη σόμπα μόλις που άναψε κι άρχισαν τις παραγγελίες. Τους είχαν κάνει το καλύτερο δώρο. Κι επειδή δεν το περίμεναν, ήταν ακόμα πιο όμορφο.

Πηγή: http://redkangaroo.wordpress.com/2014/01/04/%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%BA%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%BF/

Ο Όρτσολας με το καφενείο στο χωριό Διλινάτα της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ στο πατρικό χωριό! Άντε να έρθει το καλοκαίρι, να κάνουμε επιτόπιο ζωντανό …ρεπορτάζ. Μας αρέσουν οι ιδιαιτερότητές μας, στοιχείο ταυτότητας, ρίζας και ανανέωσης! :

capture-20220721-121331

“ Όρτσολας, ο γιος του Πωλώτη. Της οικογένειας Καππάτου”, μου λέει ο Τάσης στο τηλέφωνο. ” Το Όρτσολας είναι παρατσούκλι! Όλοι έχουν ένα στο χωριό”. Στα Διλινάτα Κεφαλληνίας πηγαίνω από παιδί τα καλοκαίρια και θυμάμαι πάντα να ανοίγουμε το ψυγείο στο καφενείο του Όρτσολα, να παίρνουμε αναψυκτικά και να μας τα κερνάει το μαγαζί. Το πρόσωπό του σε πηγαίνει σε εκκλησιαστικές εικόνες με αγίους, παιδικά παραμύθια με ξωτικά, επαναστάτες, μοναχούς, περιθωριοποιημένους. Είναι όλα μαζί αυτό το πρόσωπο. Δεν ξέρω πολλά γι αυτόν παρά λίγες ιστορίες. Γεννήθηκε στα Διλινάτα το 1933, έζησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο, τον σεισμό του ’53 και την δεκαετία του 60 μπάρκαρε για την Αμερική. Ένας θεός ξέρει τι έκανε εκεί, λέει ο Τάσης. ”Μετανάστης στη Νέα Υόρκη και μάλιστα λαθραίος για 10 ολόκληρα χρόνια, έφτιαχνε αυτά τα αμερικάνικα τα σάντουιτς με το λουκάνικο μέσα κ τα πούλαγε με καροτσάκι στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Δεν του έμεναν όμως τα λεφτά. Χαρτοπαιξίες, λέσχες, μπουζούκια…δεν καταλάβαινε τίποτα ο Όρτσολας! Κάποια φορά είχε παίξει και με την Μπέλλου στο ίδιο τραπέζι. Στην Κεφαλονιά επέστρεψε το 1977 και άνοιξε αυτό το καφενείο που έγινε σημείο αναφοράς για το χωριό.”

capture-20220721-121427

Το καφενείο είναι γεμάτο με αποκόμματα εφημερίδων , κολάζ που έχει φτιάξει ο ίδιος με ειρωνικά σχόλια για τους πολιτικούς και μια ταμπέλα στην είσοδο που γράφει: Απαγορεύεται η είσοδος σε σκύλους και πολιτικούς. Ταμειακή μηχανή δεν υπάρχει και δήλωση στην εφορία δεν έκανε ποτέ του αντιδρώντας με αυτό τον τρόπο σε κάθε πολιτική ηγεσία. Είναι κλέφτες έλεγε και ακόμη το λέει. Πίσω στο 1977 , το χαρτί και ο τζόγος, τα σπίτια και οι περιουσίες που χάθηκαν στα ξύλινα τραπέζια του Όρτσολα, δεν περιγράφονται. Από κει περνούσε ολόκληρο το νησί, άλλος για τα πολλά κι άλλος για τα λίγα. Η αστυνομία είχε κάνει αρκετές φορές την εμφάνισή της και μια φορά σε ένα απ τα δικαστήρια, ο δικαστής τον απείλησε ότι θα του ρίξει 2 χρόνια φυλακή. Ρίξε μου 4 είπε ο Όρτσολας. Στο καφενείο μεγάλωσαν πολλές γενιές και τα παιδιά ακόμα τον θυμούνται να σκίζει τα ρούχα του χορεύοντας ζεϊμπέκικο όταν άκουγε το αγαπημένο του τραγούδι ”Ο Χαρίλαος απ τα άσπρα χώματα”.

capture-20220721-121507

capture-20220721-121549

capture-20220721-121628

Κάποια στιγμή στα 75 του χρόνια μπήκαν εφοριακοί στο καφενείο και του είπαν: Κύριε Καππάτε θα σας κατασχέσουμε μέχρι και τις καρέκλες. Καλό θα μου κάνετε δεν θα με ζαλίζουν οι πελάτες”, είπε. Έδωσε τα κλειδιά και έφυγε. Τελικά δεν του έκαναν τίποτα μιας που δεν έχει τίποτα στ ‘ όνομά του για να του κατασχέσουν. Αναρχικός; Αριστερός; Αντιδραστικός; Δεν μπορείς εύκολα να τον κατατάξεις αλλά ότι λέξη κι αν βρεις, βάλε και ένα ”αντι” μπροστά. Το καφενείο στα Διλινάτα είναι στη θέση του και η ίδια φιγούρα θα σε σερβίρει αν βρεθείς εκεί ποτέ. Ό,τι και να πάρεις κάνει ένα ευρώ!!

Φωτογραφίες: Ασπασία Κουλύρα

Πηγή άρθρου: http://popaganda.gr/

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s